14 Ιαν 2016

8 τραγούδια και οι ιστορίες τους.

bowie-faces



SPACE ODDITY
Οι προσπάθειες του νεαρού David Bowie να αναδειχθεί τη δεκαετία του 60, πέφτουν συνεχώς στο κενό. Μην έχοντας ακόμα αφοσιωθεί πλήρως στη μουσική, αναζητά έμπνευση σε άλλες τέχνες και περνά πολλές εβδομάδες σε βουδιστικό μοναστήρι στη Σκωτία. Το 1969 τον βρίσκει στο στούντιο να ηχογραφεί τραγούδια για να μπορέσει με τα όποια κέρδη του δίσκου να χρηματοδοτήσει μια πειραματική καλλιτεχνική ομάδα. Ένα από εκείνα τα κομμάτια όμως, λόγω θεματολογίας περί διαστήματος, χρησιμοποιείται από το BBC για την επιστροφή του Apollo 11 από την Σελήνη κι αμέσως γίνεται επιτυχία, μπαίνοντας στο βρετανικό Τop 5. Ο Bowie προσπαθεί να το κάνει γνωστό σ’ ολόκληρη την Ευρώπη και το τραγουδά ο ίδιος στα ιταλικά ως ερωτική ιστορία, με τίτλο “Ragazzo Solo, Ragazza Sola”. Δε θα τα καταφέρει. Θα χρειαστεί άλλα 3 χρόνια μέχρι να γίνει ευρέως γνωστός. Αλλά το τραγούδι αυτό θα μείνει στην ιστορία, ως εκείνο που άνοιξε το δρόμο για τη μεγαλειώδη του πορεία.





LIFE ON MARS
Το 1968 ο σχετικά άγνωστος David Bowie γράφει στίχους στα αγγλικά για ένα κομμάτι, το “Comme d’Habitude”, που έχει ήδη γίνει επιτυχία στη Γαλλία. Όχι μόνο δεν το δισκογραφεί τελικά, αλλά βλέπει ένα χρόνο αργότερα τον Paul Anka να γράφει εκείνος άλλους στίχους, παίρνοντας τα δικαιώματα για ένα μόνο δολάριο, να το ονομάζει “My Way” και να το δίνει στον Frank Sinatra, για να γίνει αργότερα μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες όλων των εποχών.
Ο Bowie απ’ όλη αυτήν την ιστορία αποφασίζει το 1971 να γράψει το δικό του “My Way”. Το κομμάτι γίνεται ακόμα πιο γνωστό λίγα χρόνια αργότερα όταν ήδη έχει δημιουργηθεί η φανταστική ανδρόγυνη περσόνα του Ziggy Stardust και τότε το “Life On Mars” παίρνει τη θέση που του αξίζει.





ΤHE MAN WHO SOLD THE WORLD
Με τον δίσκο “The Man Who Sold The World”, που δεν έκανε ιδιαίτερη επιτυχία , ο David Bowie μπαίνει στην δεκαετία του 70 και συγχρόνως στη δική του κλασσική εποχή, ξεκινώντας να δουλεύει με τον κορυφαίο παραγωγό και φίλο του Tony Visconti, με τον οποίο στην συνέχεια θα κάνει τα καλύτερα άλμπουμ της καριέρας του. Το ομώνυμο τραγούδι, το “The Man Who Sold The World”, θα μπει στα pop charts λίγα χρόνια αργότερα, το 1974, με την ανάλαφρη διασκευή της Lulu, αλλά θα γίνει σημείο αναφοράς στη ροκ κουλτούρα όταν θα το ερμηνεύσει live ο Κurt Cobain στο ιστορικό MTV Unplugged των Nirvana, το 1993. Ο ίδιος ο Bowie θα βρει έντιμη κι αξιοπρεπή την προσπάθεια των Nirvana και θα θελήσει να γνωρίσει τον Cobain. Όταν αργότερα όμως, μετά από κάποιο live πιτσιρικάδες της εποχής τον συγχαρούν ατυχώς για το ότι βάζει και τραγούδια των Nirvana στο ρεπερτόριό του, o Bowie έξαλλος ΔΕΝ θα τους απαντήσει με τη χαρακτηριστική του ευγένεια.



REBEL REBEL
Απ’ όλη τη μεγαλειώδη πορεία δεκαετιών και τα 27 studio άλμπουμ του David Bowie το κομμάτι που έχει γνωρίσει τις περισσότερες διασκευές είναι το “Rebel Rebel”. Γραμμένο τον Ιανουάριο του 1974, θεωρείται από τους ιστορικούς της μουσικής ως τραγούδι ορόσημο της καριέρας του και τελευταίο του στον glam rock ήχο, του οποίου υπήρξε πρωτοπόρος. Σ’ ολόκληρο το δίσκο, το “Diamond Dogs”, παίζει μόνος του σχεδόν όλα τα όργανα, ακόμα και τη lead κιθάρα και το κλασσικό εμβληματικό riff του “Rebel Rebel”.




CHINA GIRL
To 1976 βρίσκει τον David Bowie σ’ ελεύθερη πτώση, να χει βυθιστεί πλήρως στον κόσμο των ουσιών. Οι παρανοϊκές του αντιδράσεις και οι παραισθήσεις από την αδιάκοπη χρήση κοκαΐνης φτάνουν στο σημείο να αποθηκεύει στο ψυγείο ένα δοχείο με ούρα του, για να μην του τα κλέψει κάποιος φανταστικός μάγος. Η ζωή πια γίνεται αφόρητη για τον Bowie στο Los Angeles και ταξιδεύει στην Ευρώπη για να ξεφύγει από τα ναρκωτικά. Εντέλει μετακομίζει στο Βερολίνο, όπου θα συναντήσει λίγο αργότερα τον Iggy Pop, ο οποίος δίνει κι εκείνος τη μάχη της απεξάρτησης από την ηρωίνη. Μαζί θα περάσουν τα επόμενα χρόνια στη Γερμανία, δημιουργώντας τους καλύτερους δίσκους της καριέρας τους, παρέα με τον Brian Eno και τον Tony Visconti. Ο Bowie θα κάνει την παραγωγή σε 2 άλμπουμ του Iggy Pop κι ο ίδιος θα ηχογραφήσει την αποκαλούμενη τριλογία του Βερολίνου, τους κορυφαίους δίσκους του, “Low”, “Heroes” και “Lodger” και θα φτάσει στην ακμή της καλλιτεχνικής του δημιουργίας.





LET’S DANCE
1983. O David Bowie ετοιμάζεται για άλλη μία από τις επικές μεταμορφώσεις του. Από εξωγήινο απόκοσμο ανδρόγυνο Ziggy Stardust σε Λευκό Λεπτό Δούκα και σοφιστικέ πρωτοπόρο της εποχής του Βερολίνου και τώρα πια σε κορυφαίο εκφραστή του σύγχρονου mainstream χορευτικού ήχου. Προσλαμβάνει ως παραγωγό τον Nile Rodgers, τον κιθαρίστα των Chic, τον οποίο είχε κάποτε απορρίψει σε μία ακρόαση, αλλά και το τότε ανερχόμενο αστέρι του ροκ, τον Τεξανό Stevie Ray Vaughan και ηχογραφεί τον δίσκο που έμελλε να τον ξαναφέρει στην κορυφή. To “Let’s Dance” φτάνει στο No.1, πουλά εκατομμύρια αντίτυπα, συστήνει τον Bowie στο κοινό νεαρότερης ηλικίας και φυσικά το ομώνυμο κομμάτι γίνεται η μεγαλύτερη εμπορικά επιτυχία της θρυλικής του καριέρας.





HEROES
Το 1987 o David Bowie επιστρέφει για δύο μόνο συναυλίες στην πόλη, όπου πέρασε τα πιο δημιουργικά του χρόνια, στο Δυτικό Βερολίνο. Παίζει σ’ ένα μεγάλο ανοιχτό φεστιβάλ πολύ κοντά στο τοίχος που χωρίζει την πόλη στα δύο, αλλά χιλιάδες κάτοικοι της άλλης πλευράς μαζεύονται από την ανατολική του πλευρά για να ακούσουν τις μουσικές της Δύσης. Όταν ο Bowie ερμηνεύει το “Heroes” τότε ένα ρίγος διαπερνά και τις δυο πλευρές του τοίχους. Το τραγούδι, γραμμένο για ένα ζευγάρι που μάταια προσπαθεί να είναι μαζί σε ψυχροπολεμικούς καιρούς, γίνεται ο ύμνος που ενώνει ψυχικά τα δυο χωρισμένα κομμάτια της πόλης. Οι Ανατολικογερμανοί συγκινημένοι αντλούν θάρρος απ’ το “Heroes”. Το καθεστώς απαγορεύει στους πολίτες του ν’ ακούσουν την τρίτη μέρα του φεστιβάλ, ακολουθούν ταραχές και 200 συλλήψεις. Πολιτικοί κι ακτιβιστές απ’ όλον τον κόσμο κάνουν εκκλήσεις για την ένωση Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας. Κάτι που θα συμβεί 2 χρόνια αργότερα. Κι εκείνη η περίφημη εκτέλεση του “Heroes” του David Bowie να κατέχει πια δικαίως μια ξεχωριστή θέση στην ιστορία.





WILD IS THE WIND
Το 1976, στον δέκατο προσωπικό του δίσκο “Station to Station”, o David Bowie παρουσιάζει τον Λεπτό Λευκό Δούκα, άλλη μια περσόνα του, αυτή τη φορά τελείως διαφορετική κι λιγότερο εκκεντρική από τον Ziggy Stardust. Ο Δούκας ντύνεται αριστοκρατικά, τραγουδά ρομαντικά σαν crooner, αλλά συγχρόνως ο ίδιος παραμένει απαθής απέναντι στο συναίσθημα. Είναι η εποχή που ο Bowie καταναλώνει μεγάλες ποσότητες κοκαΐνης και φτάνει να ζυγίζει μόνο 45 κιλά. Εκείνη τη χρονιά όμως συναντά στο Los Angeles, το είδωλό του, τη Nina Simone κι απ’ τη συνάντησή τους εμπνέεται για να ηχογραφήσει ένα από τα τραγούδια που εκείνη είχε σφραγίσει με τη φωνή της, αν και η δική της εκτέλεση δεν ήταν η πρώτη. Κομμάτι του 1957, με δεκάδες διασκευές και διαφορετικές εκδοχές, κατάφερε τελικά να το σημαδέψει και με τη δική του εκπληκτική ερμηνεία ο Bowie. Κι αυτό βεβαίως είναι το “Wild Is The Wind”.






Από το red 96.3
Και τον Πέτρος Κουμπλής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου