13 Ιαν 2017

Led Zeppelin I: Γεγονότα και ιστορίες ενός εμβληματικού δίσκου


 Μιλώντας για τον πρώτο δίσκο των Led Zeppelin, μιλάμε παράλληλα και για ένα έμβλημα της αλλαγής της ροκ την δεκαετία του ’70. Μπορεί το ‘Led Zeppelin I’ να κυκλοφόρησε στις αρχές του 1969 αλλά ήταν αδιαμφισβήτητα ο οιωνός πως η μουσική επρόκειτο να γνωρίσει πολλές ένδοξες, πολλές «σκληρότερες» μέρες στα χρόνια που θα ακολουθούσαν. Φυσικά δεν εννοούμε πως το εν λόγω άλμπουμ είναι ιδιαίτερα hard rock, ειδικά σε σύγκριση με τα επόμενα άλμπουμ της μπάντας, αλλά σίγουρα έθεσε κάποια απ’ τα θεμέλια ώστε να κατευθυνθεί προς τα εκεί η μουσική.

 Είμαστε στο καλοκαίρι του 1968, και ο Jimmy Page κάνει απελπισμένες προσπάθειες να βρει μουσικούς για να συνεχίσει το tour των The Yardbirds στην Σκανδιναβία, έχοντας μείνει το μόνο μέλος της μπάντας. Το πρώτο όνομα που σκέφτηκε για τη θέση του μπασίστα ήταν ο John Paul Jones, με τον οποίο είχε συνεργαστεί και άλλες φορές στο παρελθόν και εκτιμούσε πολύ ως μουσικό:

"Μουσικά είναι ο καλύτερος απ’ όλους μας. Είναι πολύ καλά εκπαιδευμένος παίκτης και έχει εξαιρετικές ιδέες."

 Ο Jones δέχτηκε με χαρά την πρόταση του Page όντας σίγουρος πως θα δημιουργούσαν κάτι ωραίο, παρότι στην συνέχεια δυσκολεύτηκαν να βρουν μουσικούς για τις θέσεις του τραγουδιστή και του ντράμερ. Το πρόβλημα ήταν πως «Οι Yardbirds ήταν ήδη παρελθόν» όπως είχε δηλώσει ο Aynsley Dunbar, ένας από τους ντράμερ που είχε απευθυνθεί ο Jimmy Page. Εν τέλει, έχοντας δεχτεί πολλές απορρίψεις, στο line up προστέθηκε ως frontman ο 19-χρονος τότε Robert Plant, για τον οποίο ο Page ήταν αρκετά σκεπτικός στην αρχή και είχε δηλώσει:

"Αφού είναι τόσο καλός, γιατί δεν τον έχω ακουστά;"

Ενώ αργότερα είχε παραδεχτεί:

"Μου άρεσε ο Robert, είχε καταπληκτική φωνή και πολύ ενθουσιασμό. Αλλά δεν ήμουν σίγουρος για το πώς θα ήταν επί σκηνής."

 Έχοντας μπει στο συγκρότημα, ο Plant πρότεινε τον φίλο του, John «Bonzo» Bonham, για τη θέση του ντράμερ, αφού οι δυο τους ως τότε είχαν την, όχι και τόσο πετυχημένη, ψυχεδελική μπάντα Band of Joy.

 Μας πήρε καιρό να πείσουμε τον John Bonham να παίξει μαζί μας γιατί είχε σταθερή δουλειά τότε, έπαιζε με τον Tim Rose. Όταν καταφέραμε να βρεθούμε οι τέσσερίς μας σε ένα δωμάτιο και να παίξουμε ήταν σαν να έγινε μια έκρηξη.
-Jimmy Page

 Υπό το όνομα The New Yardbirds έφυγαν για τουρ στις Σκανδιναβικές χώρες. Όπως λέγεται σε κάθε συναυλία έπαιζαν κάτι διαφορετικό και κάτι καινούριο. Έτσι, λίγο το υλικό που είχε ήδη γράψει ο Jimmy Page, λίγο η χημεία μεταξύ τους που τους έκανε ιδιαίτερα δημιουργικούς, γυρνώντας στο Λονδίνο, αφού τελείωσε το tour, μπήκαν στο στούντιο να ηχογραφήσουν το άλμπουμ που αργότερα κυκλοφόρησε ως ‘Led Zeppelin’. Όντας πολύ καλά προετοιμασμένοι, αφού είχαν προβάρει τα κομμάτια κατά τη διάρκεια της περιοδείας, η δημιουργία του δίσκου πήρε μόνο 38 ώρες (μαζί με τη μίξη) συμπέρασμα που αντλείται από την χρέωση του στούντιο. Το συνολικό κόστος του άλμπουμ ήταν 1.782 λίρες μαζί με το artwork, χρήματα τα οποία πήραν πίσω περίπου δύο χιλιάδες φορές, μόνο από την Αμερική, στον πρώτο χρόνο κυκλοφορίας του.

 Το καλοκαίρι του 1966 στα London’s IBC studio sessions, ο Keith Moon είχε πει αστειευόμενος, πως εκείνος, ο John Paul Jones, ο Jimmy Page, ο Nicky Hopkins και ο Jeff Beck θα έπρεπε να φτιάξουν ένα supergroup ονόματι Lead Zeppelin γιατί θα αποτύχει παταγωδώς, από την φράση «it’ll go over like a lead balloon» (η εν λόγω ιστορία έχει αρκετές παραλλαγές και πολλές φορές η ατάκα αποδίδεται από κοινού στον Keith Moon και στον John Entwistle). Αυτή τη φράση όμως, ο Jimmy Page δεν την είχε ξεχάσει και έτσι κατά τη διάρκεια της δημιουργίας του δίσκου οι The New Yardbirds, μετονομάστηκαν σε Led Zeppelin. Το εξώφυλλο του ‘Led Zeppelin I’ είναι μια καθαρή αναφορά στο όνομα της μπάντας και απεικονίζει το φλεγόμενο Ζέπελιν Χίντεμπουργκ (1937).

 Μουσικά, είναι ένας δίσκος που παντρεύει εξαιρετικά τα blues με τον πιο σκληρό ήχο, πράγμα στο οποίο ο Page είναι master όπως μας απέδειξε με ακόμα πιο ξεκάθαρο τρόπο στους επόμενους δίσκους. Σε αυτό συμβάλλει και η φωνή του Robert Plant, η οποία έγινε μία από τις φωνές-πρότυπα για τους metal τραγουδιστές που θα γεννιόντουσαν αργότερα. Η δυναμική και τα ουρλιαχτά των φωνητικών του ήταν κάτι το πρωτότυπο, κάτι που, ως τότε, δεν είχε ξανα-ακουστεί σε κλασική ροκ μπάντα. Η μαγεία που ανάβλυζε το παίξιμο του John Bonham στα ντραμς έδενε ακόμα πιο πολύ το σκηνικό, αφού, όπως αποδείχθηκε και αργότερα μπορούσε να κρατήσει ένα κομμάτι μόνος του κάνοντας solo drumming. Το μπάσο και το Hammond organ στον εν λόγω δίσκο έθεταν τα θεμέλια ώστε ο John Paul Jones να γίνει για πολλούς ένας από τους καλύτερους και πιο επιδραστικούς μπασίστες.




 Μπορεί από άποψη παιξίματος και μουσικής το ‘Led Zeppelin I’ να είναι ένα πολύ πρωτότυπο άλμπουμ, το ίδιο όμως δεν ισχύει και από συνθετικής πλευράς αφού μόνο τρία από τα εννιά κομμάτια είναι καθαρές συνθέσεις της τετράδας. Αυτά τα κομμάτια είναι τα: ‘Good Times Bad Times’, ‘Your Time Is Gonna Come’ και ‘Communication Breakdown’, με το τελευταίο να είναι το κομμάτι που παίζει τον βασικότερο ρόλο για το ότι ο δίσκος θεωρείται πως έθεσε θεμέλια για την hard rock, metal και punk μουσική. Ο Johnny Ramone συγκεκριμένα, είχε πει για το ‘Communication Breakdown’, πως είναι το κομμάτι που τον ενέπνευσε και καθόρισε τον τρόπο που έπαιζε κιθάρα.




 Το ‘Babe I’m Gonna Leave You’, είναι κομμάτι της Anne Bredon την οποία είχε ακούσει η Joan Baez και άρχισε να το τραγουδάει και η ίδια στα show της. Ο Page και ο Plant, όντας μεγάλοι fan της Baez, πήραν το κομμάτι και το μετέτρεψαν γράφοντας στα credits πως είναι παραδοσιακό. Το 1990, όταν έγινε το remaster του δίσκου, δόθηκαν τα εύσημα στην πραγματική συνθέτρια του τραγουδιού.




 Κάτι παρόμοιο συνέβη και με το ‘Black Mountain Side’. Θεωρητικά είναι ένα istrumental κομμάτι με ακουστική κιθάρα βασισμένο στο παραδοσιακό ιρλανδικό τραγούδι ‘Down by Blackwaterside’. H κατανομή του τραγουδιού όμως, έμοιαζε καταπληκτικά με το ‘Blackwaterside’ του Bert Jansch ο οποίος είχε δηλώσει σχετικά με το γεγονός: "Αυτό που έχω παρατηρήσει στον Jimmy πλέον όταν συναντιόμαστε είναι πως δεν μπορεί να με κοιτάξει στα μάτια. Με αντέγραψε. Καλύτερα, έμαθε από εμένα, δεν θα ήθελα να είμαι αγενής."

 Ο Jimmy Page είχε πει σχετικά: "Σε ένα σημείο, είχα πάθει εμμονή με τον Bert Jansch. Το 1965, όταν είχα ακούσει το ντεμπούτο του δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ήταν πολύ μπροστά σε σχέση με αυτό που έκαναν όλοι εκείνη την εποχή. Κανένας στην Αμερική δεν μπορούσε να το αγγίξει αυτό."




 Ως γνωστόν τα ‘Can’t Quit You Baby’ και ‘You Shook Me’, είναι covers των ομότιτλων τραγουδιών του Willie Dixon. Το ζήτημα στη συγκεκριμένη περίπτωση και αυτό που δεν είναι τόσο ευρέως γνωστό, είναι πως το ‘You Shook Me’ είχε γίνει διασκευή και από τον πρώην συμπαίκτη και παιδικό φίλο του Page, Jeff Beck για τον δίσκο ‘Truth’ που είχε κυκλοφορήσει λίγους μήνες πριν το ‘Led Zeppelin I’. Παρότι ο Jimmy Page ισχυρίστηκε πως το συμβάν ήταν σύμπτωση, κάτι τέτοιο φαντάζει απίθανο, καθώς, όπως και στην version των Led Zeppelin, έτσι και στον δίσκο του Jeff Beck, ο John Paul Jones έπαιζε το hammond organ που ακούγεται στο κομμάτι. Ο Jeff Beck μιλώντας για το ‘You Shook Me’: "Ράγισε η καρδιά μου όταν άκουσα το ‘You Shook Me’. Τον κοίταξα και είπα: «Τι είναι αυτό Jim;» κλαίγοντας απ’ τα νεύρα μου."



 Το ‘Dazed and Confused’ ήταν ακόμα μια ανακατασκευή ενός ήδη υπάρχοντος τραγουδιού. Γραμμένο από τον Jake Holmes, o Jim McCarty και ο Jimmy Page το άκουσαν όταν ο Holmes και η μπάντα του είχαν ανοίξει τους Yardbirds. Ενθουσιασμένοι απ’ το κομμάτι αγόρασαν τον δίσκο του μόνο και μόνο για να το ξανακούσουν και κατέληξαν να το αναδιαμορφώνουν και να το παίζουν ως βασικό κομμάτι της setlist των Yardbirds χωρίς ουσιαστικά να το ηχογραφήσουν. Αργότερα βρέθηκε στην tracklist του ‘Led Zeppelin I’ με τον Jim McCarty αλλά και τον Jake Holmes να μην είναι ιδιαίτερα χαρούμενοι με το γεγονός αυτό.



 Το τελευταίο και μεγαλύτερο σε διάρκεια κομμάτι του δίσκου είναι το ‘How Many More Times’. Παρότι στο οπισθόφυλλο αρχικά έλεγε πως διαρκεί τριάμιση λεπτά, στην πραγματικότητα είχε διάρκεια 8:28, το λάθος αυτό έγινε σκόπιμα, για διαφημιστικούς λόγους καθώς κανένας ραδιοφωνικός σταθμός δεν θα έπαιζε ένα τόσο μεγάλο κομμάτι. Το συγκεκριμένο τραγούδι αρχικά πιστώθηκε στους Page, Jones, Bonham και Plant, παρόλα αυτά μπορεί κάποιος να πει πως είναι ένα αφιέρωμα στα blues, αφού μέσα στο ‘How Many More Times’ υπάρχουν κομμάτια από το ‘How Many More Years’ του Howlin’ Wolf και απ’ το ‘The Hunter’ του Albert King.



 Αρχικά το ‘Led Zeppelin I’ δεν είχε λάβει καλές κριτικές, συγκεκριμένα το Rolling Stone το είχε χαρακτηρίσει ως «αδύναμο και μη-εμπνευσμένο» και τα φωνητικά του Robert Plant ως «βεβιασμένα και μη-πειστικά». Μερικά χρόνια αργότερα όμως, θα το κατέτασσε ανάμεσα στα καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών. Το κοινό έτσι κι αλλιώς είχε εκφράσει την άποψή του εξ’ αρχής, από την στιγμή που το ‘Led Zeppelin I’ μπήκε κατευθείαν στο top 10 των charts σε Αγγλία και Αμερική.

 Μπορεί οι συνθετικές ικανότητες των Led Zeppelin στον συγκεκριμένο δίσκο να μην ήταν στο απόγειό τους, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν έχουμε να κάνουμε με έναν δυνατό δίσκο και με ένα ντεμπούτο που σε προδιαθέτει για το λαμπρό μέλλον που περιμένει την μπάντα. Τα άτομα που απάρτιζαν τους Zeppelin ήταν ταλαντούχα, αποφασισμένα και με καινοτόμες ιδέες και αυτό είναι η συνταγή της επιτυχίας για κάθε μεγάλη μπάντα ή αλλιώς το λεγόμενο «άστρο».

by straightonmusic

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου