«Καθόμουν σε ένα μικρό καφέ ακριβώς απέναντι από τα στούντιο. Θεέ μου, πόσο άθλια ένιωθα. Ήμουν έτοιμος να πάρω το πρώτο τραίνο και να γυρίσω σπίτι. Είχα τρομερό άγχος. Δεν είχα τη δύναμη ούτε να περάσω το δρόμο και να πάω απέναντι, στην ακρόαση. Έλεγα, δεν έχω καμία πιθανότητα να πάρω τη δουλειά. Αυτοί οι τύποι δεν με ξέρουν καθόλου.
Θα ψάχνουν για κανέναν με μακριά μαλλιά. Δεν πρόκειται να γίνει τίποτε. Άσε που είναι και μικροί. Οι δικές μου μέρες στο ροκ εν ρολ είχαν περάσει από καιρό. Ήμουν στα 32 και ξοφλημένος. Μόλις είχα χωρίσει, ζούσα στο σπίτι των γονιών μου και είχα μια μικρή εταιρία επισκευής σπορ αυτοκινήτων. Έβαζα αεροτομές, παρμπρίζ, φανάρια. Ίσα που τα έβγαζα πέρα. Σκεφτόμουν αυτά τα πράγματα και θυμάμαι είχα παραγγείλει τσάι κι ένα κομμάτι πίττα. Ήταν τόσο ξεροψημένη που δεν κατέβαινε με τίποτε, όσο κι αν πεινούσα. Κάποια στιγμή, λέω, γάμα το, θα πάω. Σηκώνομαι και περνάω απέναντι, στα Vanilla Studios. Και αυτό ήταν. Εκείνα τα λίγα μέτρα που περπάτησα, μου άλλαξαν τη ζωή».
Έτσι, παράτολμα, σαν μια απεγνωσμένη χειρονομία προς στη θεά τύχη που του είχε γυρίσει την πλάτη, ο Brian Johnson από το ταπεινό κι αχαρτογράφητο Dunston του Gateshead, ένα χωριουδάκι ανθρακωρύχων έξω απ’ το Newcastle, με τα ρέστα του στο ροκ εν ρολ πράγματι ξοδεμένα κάτι χρόνια πριν με κάποιους Geordie του μισού hit, σηκώθηκε κι έκανε εκείνα τα κρίσιμα βήματα. Για να γραφτεί το πρώτο κεφάλαιο στην ιστορία ενός δίσκου που δεν θα άλλαζε μόνο τη δική του ζωή, αλλά τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων ανά τον πλανήτη. 35 χρόνια μετά, το "Back In Black" έχει γίνει το ροκ lp με τις συνολικά μεγαλύτερες καταγεγραμμένες πωλήσεις παγκοσμίως στην ιστορία.