Μέσα Νοεμβρίου του ’89, απόγευμα, Πλατεία Βικτωρίας. Οι πρώτες επίμονες βροχές έχουν κάνει την Αριστοτέλους πιο γλιστερή κι από χριστουγεννιάτικο παγοδρόμιο.
Στο γωνιακό φαστφουντάδικο, οι δύο νεαρές υπάλληλοι - γκαρσόνες, πότε μπρος, πότε πίσω από τον βαρύ, νικελένιο πάγκο, ντυμένες με τη στολή της δουλειάς -κάτι γελοία δίκοχα, ριγέ πορτοκαλί και άσπρα, όπως και το ταπεινό λογότυπο της άσημης αλυσίδας- συγκρατούν με αξιοθαύμαστη αυτοκυριαρχία τη θλίψη τους, μην και χυθεί στα πλαστικά κυπελλάκια της κόκα κόλα και διεκπεραιώνουν τις παραγγελίες προς τους ξέμπαρκους πελάτες. Χάμπουργκερ μέσα σε στρογγυλό ψωμάκι μπριος, τυλιγμένο σε λευκή χαρτοπετσέτα με το λογότυπο.
Μακαρονάδα φούρνου μέσα σε παραλληλόγραμμο αλουμινόχαρτο. Και «ναι, αν θέλετε, πάρτε τασάκι, μπορείτε να καπνίσετε».
Το τρίτο εξάμηνο της σχολής έχει μπει γερά. Το ίδιο και το φθινόπωρο. Λες και στους τελευταίους μήνες της δεκαετίας, όλα γύρω μας βρίσκονται σε αναβρασμό.
Το τείχος του Βερολίνου έχει μόλις πέσει, ο κόσμος ολόκληρος παρατηρεί αμήχανος. Τί θα γίνει τώρα με το ανατολικό μπλοκ; Μόνον ο Τσαουσέσκου δηλώνει ανυποχώρητος, αλλά λίγα τα ψωμιά του. Θα καταφέρουμε, τελικά, να σχηματίσουμε Κυβέρνηση μετά τα αποτελέσματα των εκλογών της 5ης Νοεμβρίου; Το ΠΑΣΟΚ, παρά την παραπομπή Αντρέα, Κουτσόγιωργα, Πέτσου, Τσοβόλα και Ρουμελιώτη στο Ειδικό Δικαστήριο, την επομένη της δολοφονίας Μπακογιάννη, έχει οχυρωθεί πίσω από τον εκλογικό νόμο και δεν επιτρέπει στο Μητσοτάκη αυτοδυναμία, για δεύτερη εκλογική αναμέτρηση μέσα σε λιγότερο από έξι μήνες. Οι διερευνητικές εντολές με πασαδόρο τον πολυσατυρισμένο Σαρτζετάκη κάνουν κύκλο, ενώ απ’ ό,τι διαβάζουμε στην μπροστάρισσα της κάθαρσης «Ελευθεροτυπία», πάμε για πρώτη φορά σε κυβέρνηση «οικουμενική», με κείνον τον αρχαίο τύπο, τον Ξενοφώντα Ζολώτα, που πριν από κάτι αιώνες, είχε κάνει, λέει, μια ομιλία στα κεφάλια της Παγκόσμιας Τράπεζας, όλη με ελληνικής λέξεις.
Όλα αυτά τρέχουν μέρα με τη μέρα, κρεμασμένα στα μανταλάκια των περιπτέρων, μαζί με τις καθημερινές παραδόσεις στη Νομική. Οικογενειακό Δίκαιο, Αρχές Διοικητικού Δικαίου, Πολιτική Δικονομία ΙΙ, Ατομικά Δικαιώματα - το 3ο Μέρος του Συνταγματικού, δηλαδή - μαζί μ’ ένα μάτσο από μαθήματα επιλογής, ανάμεσα στα οποία έχω κεντράρει το προφανώς πιο ενδιαφέρον: Εγκληματολογία.
Μόνο, να, τα απογευματινά μαθήματα σύντομα αποκαλύπτουν τη βαρετή τους φύση, ειδικά μετά από τα μεσημεριανά παρατεταμένα διαλείμματα για φραπέδες στην περιφέρεια Καρτιέ Λατέν, Καφέ Ντε Παρί και Ιπποπόταμου. Κόβω το κεφάλι μου ότι πολύ λιγότερα μου δίνει το να παρακολουθώ, μέσα στο πρόωρο βράδυ του φθινοπώρου, υπό το θολό φθορισμό της Σαριπόλων και της Μπαλή, κάποιον προκεχωρημένος σκυθρωπό μεσήλικα να μου εξηγεί διαδικασίες και έννοιες που απαιτούν ενάσκηση για να χωρέσουν στο μυαλό από τα άπειρα θέλγητρα της πόλης, στην οποία νομιμοποιούμαι να αμοληθώ χωρίς κανένα πρόγραμμα. Στο κάτω – κάτω, οι παρακολουθήσεις δεν είναι υποχρεωτικές. Το βαλάντιο έχει συγκεκριμένα όρια, όμως όλα είναι θέμα διαχείρισης και προτεραιοτήτων, αυτό δε χρειάζομαι τη νομική επιστήμη να μου το διδάξει.
Προτιμώ, λοιπόν, πριν καν ο ήλιος δύσει και γεμίσει μελαγχολία η επιστροφή από Σόλωνος προς Χέϋδεν, να χαιρετήσω την υπερδεκαμελή παρέα των δευτεροετών και να χαθώ στο κάδρο του κέντρου της πόλης. Ξεκινώντας, με οδηγό το «Αθηνόραμα», να σαρώνω τις απογευματινές προβολές σε ό,τι σινεμά κυκλοφορεί. Πάντα ονειρευόμουν να μπορούσα να το κάνω και τώρα στ’ αλήθεια δεν υπάρχει τίποτα να μου το απαγορεύει.
Τις τελευταίες εβδομάδες έχω δει: Στο «Αλεξάνδρα» το ψυχροπολεμικό «Πακέτο» με Τζην Χάκμαν και Tόμμυ Λη Τζόουνς. Στο «Τιτάνια» την «Απόδραση» με τον Σταλλόνε. Στο «Άνεσις» το «ιΟι Τρεις Φυγάδες» με Νικ Νόλτε και το «Νεκροταφείο Ζωντανών» του Στήβεν Κινγκ. Ενώ στο «Αθήναιον» την πολυδιαφημισμένη «Άβυσσο» του Τζέϊμς Κάμερον, που δεν είναι άσχημη, μέχρι τουλάχιστον το τελευταίο μισάωρο που εξελίσσεται σ’ ένα φτηνό εντυπωσιασμό επιστημονικής φαντασίας για σχεδόν παιδικό ακροατήριο.
Το ρολόι δείχνει πεντέμισι το απόγευμα. Αφήνω στις δύο τεθλιμμένες σερβιτόρες να μαζέψουν τα απομεινάρια του μπέργκερ «ντελούξ» - αυτού με το πρόσθετο βουναλάκι προτηγανισμένες πατάτες – και βγαίνω στο ψιλόβροχο της Αριστοτέλους, με τα φώτα πορείας να περνούν δεξιά μου με κατεύθυνση την Αγίου Μελετίου. Πάω για το «Αλκυονίς», που παίζει στις 17:40 το «Σκάνδαλο», μια δραματοποιημένη εκδοχή των γεγονότων της υπόθεσης Profumo. Παίζει ο συγκλονιστικός Τζων Χερτ του «1984» και του «Εξπρές του Μεσονυκτίου» και μια άγνωστη καστανή θεά ονόματι Τζοάν Γουώλλεϋ.
Έχει πέσει το βράδυ και η βροχή έχει σταματήσει όταν βγαίνω από τη μισογεμάτη αίθουσα της «Αλκυονίδας», έχοντας καρφωμένο στο μυαλό το αδήριτο ερώτημα: Πόσο μπορεί να σου ανακατέψει τη ζωή και να σε στείλει στα βράχια μια Κριστίν Κίλερ;
Αποσύρομαι στα ιδιαίτερα, στον τέταρτο όροφο της Χέϋδεν 22, καθώς το μυαλό κάνει μοτοκρός σε ιδέες, φράσεις και πρόσωπα, μιας φθινοπωρινής μέρας που δείχνει να τελειώνει σε λευκή ισοπαλία με την πραγματικότητα. Δε σηκώνω απόψε τους απολογισμούς. Οπότε ανακατεύω την τράπουλα με τις νέες παραστάσεις ανοίγοντας τη 13άρα JVC και αράζω.
Τα ιδιωτικά κανάλια έχουν ξεκινήσει να εκπέμπουν από τα τέλη Σεπτεμβρίου, πειραματικά στην αρχή, τώρα πια κανονικά, γεμίζουν το πρόγραμμά τους με ταινίες, τη μία πίσω από την άλλη, χωρίς διακοπή. Και βέβαια, υπάρχει και το MTV. Από Don Henley, Billy Joel, Aerosmith, Richard Marx, Tina Turner μέχρι Cher, Lisa Stansfield και Roxette, η παράδοση στο zapping είναι ένα λούφαγμα στο χρόνο, αύταρκες, χωρίς έννοιες, που με γυρίζει πίσω στις ηλιόλουστες Κυριακές και τα παντελώς άμωμα από κορίτσια και ανέφελα από φιλοδοξίες απογεύματα του Δημοτικού.
Ελάχιστα βίντεο κλιπ ξεχωρίζουν ανάμεσα σε δεκάδες που πασχίζουν να φανούν ξεχωριστά. Ένα, βγαλμένο λες από την κίνηση της Αριστοτέλους που δε σταματάει ποτέ, μου τραβάει την προσοχή.
Είναι που ξέρω καλά τον καλλιτέχνη. Chris Rea. Αυτή τη φορά πιο βαρύς και χειμερινός, με αδιάβροχο, μαλλί όχι πια βαμμένο ξανθό -πάνε οι καλοκαιρινές εξτραβαγκάντζες του “On The Beach”- αλλά στρωμένο πίσω με ζελέ. Μούσι ατημέλητο, κόκκινη – άσπρη Στρατοκάστερ γδαρμένη στις γωνίες κι αυτή η βαθιά φωνή που χωράει μέσα της από σελίδες ημερολογίου και δεύτερες σκέψεις για έρωτες παλιούς μέχρι και συνεσταλμένες προφητείες για καινούριους.
Είναι και που θυμάμαι σαν όνειρο μια γλυκιά, πανοραμική αίσθηση που κουβαλάω από τόσο μικρός που δε θυμάμαι από πότε : μια νυχτερινή βόλτα με αυτοκίνητο μέσα στη μεγάλη πόλη, με τους νέον φωτισμούς να γεμίζουν τα μάτια και να φεύγουν χαιρετίζοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση, πότε από το δεξί, πότε από το αριστερό παράθυρο. Αυτό που βλέπω κι ακούω είναι το σάουντρακ αυτής της καβατζωμένης μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου ονειρικής μου σεκάνς. Και ξεκινά με μια gospel εισαγωγή θαμπή και νοτισμένη όσο αυτή εδώ η νύχτα που έχει εγκατασταθεί πια πάνω από την Πλατεία Βικτωρίας.
«Ακίνητος στη λεωφόρο
Είδα μια γυναίκα
Στο πλάι του δρόμου
Μ’ ένα πρόσωπο που γνώριζα όσο το δικό μου
Ν’ αντανακλά στο παράθυρό μου
Πλησίασε το τζάμι του καθρέφτη
Κι έσκυψε προς το μέρος μου αργά
Πίεση φοβερή, σα να παρέλυσα στη σκιά μου
Μού’πε «Γιέ μου, τί κάνεις εσύ εδώ;
Φοβάμαι για σένα τόσο, δε με χωρά το μνήμα»
Και τότε είπα ’γω «Μάνα, ήρθα στην κοιλάδα των πλούσιων
Τον εαυτό μου να πουλήσω»
Και κείνη μού’ πε : «Γιε μου, αυτός είναι ο δρόμος για την κόλαση».
Στο ταξίδι σου μες την ερημιά
Απ’ την ξέρα, ως το πηγάδι,
Ξεμάκρυνες και βρέθηκε
Στο αυτοκινητόδρομο για την κόλαση»
Οι διαπεραστικές φράσεις του slide πάνω σε κάτι ζεστά, νοσταλγικά πλήκτρα βγαλμένα λες από κάποιον ακυκλοφόρητο δίσκο του Λέοναρτ Κοέν και το αφοπλιστικό γκρο πλαν του Ρήα πίσω από το μουσκεμένο παρμπρίζ, εισχωρούν στο μυαλό για τα καλά.
«Στέκομαι λοιπόν δίπλα στο ποτάμι
Αλλά τα νερά ακίνητα
Κοχλάζουν με ό,τι δηλητήριο μπορείς να φανταστείς
Βρίσκομαι στη λάμπα του δρόμου από κάτω
Χωρίς όμως της χαράς το φως
Τρομαγμένος απίστευτα, κρυμμένος στις σκιές
Καθώς ένας διεστραμμένος φόβος για τη βία
Πνίγει το χαμόγελο στα πρόσωπα
Και η κοινή λογική χτυπάει το καμπανάκι
Δεν πρόκειται για κάποια βλάβη τεχνολογικού χαρακτήρα
Ω, όχι – είναι ο δρόμος για την κόλαση
Οι δρόμοι όλοι φρακαρισμένοι στην πίστωση
Χωρίς να μπορείς τίποτε να κάνεις
Χαρτιά είν’ όλα τους, πετούν ολόγυρά σου
Ως, πρόσεχε κόσμε, κοίτα καλά
Τί σού’ρχεται κατά δω
Πρέπει το μάθημα να μάθεις γρήγορα, να το μάθεις καλά
Αυτή δεν είναι η λεωφόρος για πιο πάνω, στα ψηλά
Ως όχι, είναι ο δρόμος
Λέω, είναι ο δρόμος,
Για την κόλαση».
Νοέμβριος του ’99. Ο Chris Rea δίνει συνέντευξη στην ιρλανδική εκπομπή Planet Rock Profiles. Μιλάει για το πώς προέκυψε το, ίσως, πιο αναγνωρίσιμο, κομμάτι του, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά χειμερινά rock ακούσματα των τελευταίων δεκαετιών.
«Η ιδέα μου κατέβηκε από μια βραδιά που ήμασταν κολλημένοι στη λεωφόρο Μ4, ακίνητοι για μια ώρα και δέκα λεπτά. Πολύς κόσμος λέει ότι στα νοτιοανατολικά είναι η ζωή, ότι όλα συμβαίνουν εκεί, ότι εκεί βρίσκεται η συνεχής κίνηση, η δράση. Μάλιστα, για την ίδια την M4 λένε ότι είναι η λεωφόρος που σηματοδοτεί την κοινωνική άνοδο, το δρόμο προς το Λονδίνο. Όμως, πολλές φορές κατεβαίνουμε εμείς από το Βορρά ή τα Midlands, πέφτουμε σ΄ένα τμήμα της και βλέπουμε πόσο εύθραυστη μπορεί να αποδειχθεί μια τέτοια βεβαιότητα σε καταστάσεις όπως ένα απλό μποτιλιάρισμα. Ένας τύπος ήθελε να κατουρήσει και βγήκε από το αυτοκίνητό του. Αμέσως, βλέπουμε ένα περιπολικό να έρχεται με τη σειρήνα να ουρλιάζει κι εμείς από τα άλλα αυτοκίνητα αρχίζουμε να του φωνάζουμε να ξαναμπεί μέσα, μην και μας καθυστερήσει, όταν η ουρά θ’ αρχίσει να κινείται ξανά.
Σα να μην έφτανε αυτό, ανακαλύπτω ξαφνικά ότι μου είχαν μείνει μόνο δύο τσιγάρα. Αντιμετωπίζω την κατάσταση με κάποια απόγνωση, καθώς πρέπει να κάνω οικονομία. Είπα, περίμενε ακόμη 200 γιάρδες, μη σου σωθούν εντελώς. Και μέναμε όλοι οι οδηγοί εκεί, κολλημένοι, μέσα στη βροχή, μετακινούμενοι σα χελώνες. Κάποιος από το πίσω κάθισμα, είπε “αυτή είναι λοιπόν η περίφημη λεωφόρος που θα μας πάει πιο ψηλά στην κοινωνία;” και του απάντησα αυθόρμητα “δε νομίζω, αυτός είναι ο δρόμος για την καταραμένη κόλαση, ο ίδιος”. Βγήκε από το στόμα μου η φράση και αυτό ήταν.
Με το που επέστρεψα σπίτι, έκατσα κι έγραψα το τραγούδι. Στο πρώτο μέρος υπάρχει η βασική ιδέα: ένας τύπος βρίσκεται μποτιλιαρισμένος στην κίνηση σε μια λεωφόρο.
Ξαφνικά βλέπει τη μορφή της πεθαμένης μητέρας του ν’ αντανακλάται μέσα από τη θαμπάδα του παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Τον πλησιάζει και τον ρωτάει πώς διάολο κατέληξε έτσι παγιδευμένος. Στο δεύτερο, το πιο ρυθμικό, μέρος, ο τύπος κάνει το δικό του σχόλιο γι’ αυτόν τον δρόμο προς την κόλαση. Είναι περισσότερο ένα κομμάτι για τις επιλογές και το τίμημά τους».
Υ.Γ.: To “The Road To Hell” το 10ο έργο στη δισκογραφία του Chris Rea κυκλοφόρησε στις 2 Οκτωβρίου του ‘89. Η εταιρία WEA απαίτησε το 8λεπτο ομότιτλο κομμάτι με το οποίο ξεκινούσε να χωριστεί στα δύο, για να μπορεί το δεύτερο μέρος του να κυκλοφορήσει σε single, πράγμα που έγινε. Ήταν τέτοια η απροθυμία της WEA να κυκλοφορήσει έναν δίσκο με τέτοιο παραπλανητικό τίτλο, που να ξεκινά με ένα τεράστιο σε διάρκεια, down tempo κομμάτι, που τον υποχρέωσε να ηχογραφήσει κι ένα ακόμη άλμπουμ και να συμφωνήσει ότι, αν το “Road To Hell” αποτύχει, να ρίξει και το δεύτερο σε κυκλοφορία κατευθείαν και να ξεμπερδεύουν στα γρήγορα μ’ αυτόν και το συμβόλαιό του. Όμως, δεν είχαν προβλέψει καλά τις ανασφάλειες του μουσικού πληθυσμού από τις ανακατατάξεις του φθινοπώρου του τέλους της δεκαετίας. Το “Road To Hell Pt. 2”, μπήκε σε συνεχή ροή από το Ευρωπαϊκό MTV και σε λιγότερο από ένα μήνα εκτοξεύθηκε μέχρι το Νο 10 των βρετανικών τσαρτ (4/11/89).
Στις 11 Νοεμβρίου το ίδιο το άλμπουμ βρέθηκε στην κορυφή των βρετανικών τσαρτ, όπου και παρέμεινε για τρεις συνολικά εβδομάδες. Εφεξής, όλες οι κυκλοφορίες ήχου και εικόνας που σχετίζονται με το δίσκο σέβονται την σύνθεση στην ολοκληρωμένη της εκδοχή (“The Road to Hell Parts 1&2”).
Από το ROCK TIME
Και τον Παναγιώτη Παπαϊωάννου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου