Πρώτες μέρες Νοεμβρίου του ’89, απόγευμα. Το MTV παίζει αβέρτα Phil Collins (“Another Day In Paradise”) και Lisa Stansfield (“Around The World”). Ξαφνικά το πρόγραμμα διακόπτεται από ένα έκτακτο δελτίο ‘MTV Νews’. Μια μιγάδα με τιρκουάζ λύκρα κορμάκι διαβάζει σε άπταιστα κόκνεϋ το auto-cue και ατακάρει χαμόγελο φασόν.
Ζουμ μιας βιντεοκάμερας στο Βερολίνο. Πλήθη κακομοιριασμένων όλων των ηλικιών, με χαμόγελα γεμάτα κακοφορμισμένα δόντια, τριμμένα παλτά και άλουστα μαλλιά, χτυπάνε με σκεπάρνια, βαριοπούλες και φτυάρια για να γδάρουν, να θρυμματίσουν, να εκδικηθούν το τείχος της ντροπής που χώριζε το Βερολίνο για 27 χρόνια. End of the eighties, end of the century.
Το επί τροχάδην διάλειμμα infotainement ολοκληρώνεται με το σήμα των ‘News’ να σβήνει μέσα στο επόμενο μουσικό βίντεο. Ένα βαρύ κιθαριστικό ριφ συντονίζει την προσοχή, καθώς πλάνα με έναν κουκουλοφόρο hobo να περιφέρεται μαζεύοντας σκουπίδια με το καροτσάκι του, εναλλάσσονται με snippets αστυνομικής βίας, κατεδαφίσεις κτιρίων, μαζικών συρράξεων, τον φοιτητή πάνω στο τανκ στην πλατεία Τιεν Αν Μεν, που έχει από τον προηγούμενο Μάιο γίνει σήμα κατατεθέν του τέλους της δεκαετίας. Και ο Νηλ Γιάνγκ, με μια μπάντα βετεράνων, να τα χώνει πάνω σε μια σκηνή στημένη σε χωματερή. Στο τέλος ο περιφερόμενος hobo συλλέγει και κρεμάει στη λεκιασμένη του κάπα φορητές τηλεοράσεις, ανεβαίνει στο πιο ψηλό βουνό σκουπιδιών της χωματερής και κραδαίνει το μπαστούνι του στο ρεφρέν.
Τα νέα, όσο συγκλονιστικά κι αν είναι, δεν αλλάζουν την κατάστασή του. Δεν τον κάνουν ούτε σοφότερο, ούτε πιο προετοιμασμένο. Το μόνο που του μένει είναι να ροκάρει, από τα έγκατα του «ελεύθερου» κόσμου που είναι και υπεύθυνος για την κατάληξή του.
Το 18ο στούντιο άλμπουμ του Neil Young έχει μόλις κυκλοφορήσει. Δεν είναι μια ακόμη προσχεδιασμένη ποπ εξτραβαγκάνζα, σαν αυτές της Tina Turner, της Cher, του Don Henley, του Billy Joel και του Richard Marx που κυριαρχούν στα τσαρτ. Οι Stones με το “Steel Wheels”, ο Dylan με το “Oh Mercy” και ο Neil Young είναι αυτοί που καλούνται να δώσουν στη μουσική βιομηχανία ουσιαστικό καλλιτεχνικό άλλοθι για την τελευταία γερή εκταμίευση της δεκαετίας με οπισθογράφο το ροκ των sixties.
Ειδικά το “Freedom”, με μια φλου φωτογραφία του Young εν δράσει στο εξώφυλλο, χαιρετίζεται σαν μια θριαμβευτική επιστροφή στις χρυσές μέρες των Crazy Horse, που απέχουν ήδη δέκα χρόνια. Δέκα χρόνια μέσα στα οποία ο Young πειραματίστηκε με τα συνθ (“Trans”, 1982), είδε την εταιρία του (Geffen Records) να απορρίπτει την κυκλοφορία του country lp που ετοίμασε (“Old Ways”) και να τον εγκαλεί ότι παράγει «μη αντιπροσωπευτική της καλλιτεχνικής του εμβέλειας» μουσική, όταν παρέδωσε για κυκλοφορία μια συλλογή με παλιά ροκαμπίλυ (“Everybody’s Rockin”, 1983). Είδε επίσης τη δεύτερή του σύζυγο να γεννά ένα κοριτσάκι επιληπτικό, τις πωλήσεις του να μειώνονται κατακόρυφα (με τa “Landing On Water” και “Life” ’86- ’87) και την Geffen να του δείχνει την πόρτα της εξόδου, χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Η συνέχεια εξακολούθησε δύσκολη. Η διευρυμένη blues band που έφτιαξε για να περιοδεύσει το ’88 μπλέχτηκε σε μια αντιδικία πνευματικής ιδιοκτησίας για το όνομά της (“The Bluenotes”) και το μοναδικό βίντεο – κλιπ που έφτιαξε για το άλμπουμ “This Note’s For You”, στο οποίο παρωδούσε το καθεστώς κατοχής των media από τους διαφημιστές, έφαγε μεγαλοπρεπή πόρτα από το MTV. Η επανασύνδεσή του με τους Crosby, Stills και Nash για το άλμπουμ “American Dream” στα τέλη του ’88 έμοιαζε με την πρώτη ανάσα καθαρού αέρα μετά από πολύ καιρό για την φθίνουσα καριέρα του.
Η επανεκκίνηση γίνεται με τη βοήθεια της προηγούμενης εταιρίας του Young, της ταπεινής, πλην τίμιας Reprise. Αρχές Οκτωβρίου του ’89 το καινούριο lp του σκάει μύτη και από τις πρώτες του νότες προκαλεί ένα ευπρόσδεκτο de-ja vu, με την ακουστική εκτέλεση του “Rockin’ In A Free World”, να πιάνει το νήμα του “My My, Hey Hey”. Το άλμπουμ έχει διάρκεια μίας ολόκληρης ώρας και περιέχει ένα απόσταγμα από τις ηλεκτρικές και τις ακουστικές περπατησιές του Young μέχρι τις αρχές του’80.
To “Crime In The City” παγιδεύει τις αισθήσεις ανάμεσα σε επάλληλες ιστορίες (ο καλλιτέχνης και ο παραγωγός, ο μπάτσος κι ο αδίκως διωκόμενος φίλος του ληστή) και εκρήξεις από feedback, με τoν μονόλογο του Young να ενώνει τις εικόνες σε μερικά από τα πιο εύγλωττα «δικά του» συμπεράσματα (“Although my home has been broken – it’s the best home I ever had”, “Well, I Keep gettin’ younger – My Life’s been funny that way – Before I ever learned to talk – I forgot what to say”).
Στο “Don’ t Cry” ακόμη και στα 44 βρίσκει το χώρο να δείξει ευάλωτος αλλά και πραγματιστής στο απολογιστικό break – up μιας σχέσης (“I’ll help you pack your things – I’ll walk with you out to the car – I’ ll hold on to the ring – I wont forget the way things are”).
Το πρώτο ντουέτο με την αέρινη Linda Ronstadt παίρνει από το χέρι μια χαμηλόφωνη μπαλάντα και της δίνει εσωτερική δύναμη (“And though their love was hangin’ on a limb – She taught him how to dance”), με το δεύτερο να αναδεικνύει την ηλικία και των δύο μέσα από ένα country waltz όλο μελαγχολία (“Ways Of Love”).
Tα σαξόφωνα και τα τρομπόνια στο “Someday” υπογραμμίζουν την ουσία πάνω από κάτι μεσήλικα keyboards: “We all have to sin, someday”, μια ουσία που ανασκευάζεται από την εφηβική καρτερικότητα του “Wrecking Ball” (“wear something pretty and white – and we’ll go dancin’ tonight”).
Το κομμάτι που συνεγείρει όλο το πλήρωμα των Young-οφρόνων βρίσκεται χωμένο προτελευταίο στην πρώτη πλευρά. Είναι το “Eldorado”, ένα παραβολικό σχόλιο στην μονεταριστική λαίλαπα, αυτή που σαν πανίσχυρο υπόγειο κύμα έφαγε το βράχο που στήριζε τον ανατολικό μπαμπούλα και τον έκανε να καταπέσει με πάταγο. Η πανοραμική ματιά του Young είναι για Όσκαρ μοντάζ σε πολυπρόσωπο σενάριο, απ΄αυτά τα ημιρεαλιστικά, του Mamet.
Ο μαριάτσι που παίζει καθώς τον λούζουν τα χρώματα της αυγής στην Τιχουάνα, ενώ χοντρές δεσμίδες χαρτονομίσματα ποντάρονται επιδεικτικά στην τσόχα του Grand Hotel. Η τσιγγάνα χαρτορίχτρα που προλέγει ένα φονικό Mexican standoff. O μπλουζ κιθαρίστας που προσπαθεί να σώσει την ψυχή του παίζοντας στο background, ο πιλότος που μπροστά του ανταλλάσσονται βαλίτσες με δολάρια και κείνος σιωπά, ο επιβλητικός ταυρομάχος που βγαίνει χορεύοντας στην αρένα και καρφώνει τον ταύρο, με μόνη προσωπική επιδίωξη –η ψυχή του το ξέρει- να βγάλει το μεροκάματο.
Στο “No More”, ο Young απλώνει το εγκεφαλικό παιχνίδι με τον τρόπο που μόνο ένας στιχουργός της γενιάς του μπορεί. Λιγότερο δογματικός απ’ ότι στο “Needle and the Damage Done'", ελίσσεται μαεστρικά ανάμεσα στην ανάγκη ενός τραγουδοποιού να βρει την «καλύτερη ποιότητα» για την ηχογράφηση του και της ασίγαστης κάψας του εθισμένου στα drugs για μια aκόμη δόση, ώστε όλα να τεθούν υπό έλεγχο. Από κείνο το βράδυ της 30ης Σεπτεμβρίου του ’89 που το έπαιξε ζωντανά στο “Saturday Night Live”, οι παλιοί του θαυμαστές κατάλαβαν ότι έχει επιστρέψει για τα καλά, με απόθεμα από δυνατο μουσικό υλικό.
Ο δίσκος κλείνει επαναλαμβάνοντας εσκεμμένα τη συνταγή του “Rust Never Sleeps¨, με τη θυελλώδη ηλεκτρική εκτέλεση του “Rockin’ In The Free World”.
Το MTV ερωτεύθηκε παραχρήμα την αμεσότητα και τη σκληράδα του ριφ, επιτρέποντας στον Young να περιγράψει με σφιγμένα δόντια, συνοφρυωμένος, δίνοντας τσαντισμένες γονατιές με το μπαλωμένο τζην στη μαύρη Gibson που κρέμεται απ΄το λαιμό του, μια ακολουθία από δυσάρεστες εικόνες (“People shufflin' their feet - People sleepin' in their shoes”, “Α woman in the night - With a baby in her hand - Under an old street light - Near a garbage can”, “There's one more kid that will never go to school - Never get to fall in love, never get to be cool”).
Πριν προλάβει ο ακροατής να εισπράξει σκοτεινιά και να δυσφορήσει, έρχεται με δύναμη καθαρτήρια το ρεφρέν, γλιστρώντας πάνω σε κάτι διάχυτα, εμβατηριακά κιθαριστικά αρπίσματα.
Ένα τραγούδι οργισμένο, εκτελεσμένο «στο πόδι», από έναν τροβαδούρο που ήθελε να δώσει δεξιά κι αριστερά να καταλάβουν ότι δεν ξόφλησε ακόμα. Ένα τραγούδι γεννημένο από το υποσυνείδητο της γενιάς του ’60, για τα ήθη της θητείας του μπαμπά Bush, πάνω που είχαν αρχίσει να όζουν. Ένα τραγούδι που πριν καν αλέκτωρ φωνήσαι, προβλήθηκε σαν ο σημαδιακός ύμνος για την ντομινοειδή κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στην ανατολική Ευρώπη. Ένα τραγούδι - και ένας δίσκος, συνολικά - που θρυλείται ότι με την ακατέργαστη υφή του παρότρυνε δεκάδες θυμωμένους outsiders του Seattle να γρατζουνάνε τις χορδές τους χωρίς αναστολές, μετατρέποντάς τους ενάμισυ μόλις χρόνο μετά σε διαμορφωτές του grunge ethos. Ένα τραγούδι που κατάφερε μέσα στον μισό αιώνα καρριέρας του Καναδού αρχιμάστορα να σταθεί ανάμεσα σε πολλές άλλες σημαδιακές του συνθέσεις, χάρις στη λυτρωτική ενέργεια που εκλύει ως καθαρόαιμο ροκ ν΄ρολ.
Το “Freedom” παραμένει σε ανάλογα υψηλή θέση δημοφιλίας στη δισκογραφία του. Προστατεύοντας μάλιστα την υστεροφημία του δημιουργήματός του, τον Μάϊο του 2016 ο Neil Young δήλωσε δημόσια ότι καλό θα ήταν ο Donald Trump να μην το ξαναχρησιμοποιήσει στην προεκλογική του εκστρατεία παρ’ ότι «έχει πάρει την άδεια» (“…he says he’s got the license, I believe him”). Ο ανελεύθερος κόσμος που φαντασιώνεται ο νέος πλανητάρχης δεν μπορεί να είναι συμβατός μ’ ένα τέτοιο rockin’.
Από το rocktime.gr
και των Παναγιώτη Παπαϊωάννου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου