«Καθόμουν σε ένα μικρό καφέ ακριβώς απέναντι από τα στούντιο. Θεέ μου, πόσο άθλια ένιωθα. Ήμουν έτοιμος να πάρω το πρώτο τραίνο και να γυρίσω σπίτι. Είχα τρομερό άγχος. Δεν είχα τη δύναμη ούτε να περάσω το δρόμο και να πάω απέναντι, στην ακρόαση. Έλεγα, δεν έχω καμία πιθανότητα να πάρω τη δουλειά. Αυτοί οι τύποι δεν με ξέρουν καθόλου.
Θα ψάχνουν για κανέναν με μακριά μαλλιά. Δεν πρόκειται να γίνει τίποτε. Άσε που είναι και μικροί. Οι δικές μου μέρες στο ροκ εν ρολ είχαν περάσει από καιρό. Ήμουν στα 32 και ξοφλημένος. Μόλις είχα χωρίσει, ζούσα στο σπίτι των γονιών μου και είχα μια μικρή εταιρία επισκευής σπορ αυτοκινήτων. Έβαζα αεροτομές, παρμπρίζ, φανάρια. Ίσα που τα έβγαζα πέρα. Σκεφτόμουν αυτά τα πράγματα και θυμάμαι είχα παραγγείλει τσάι κι ένα κομμάτι πίττα. Ήταν τόσο ξεροψημένη που δεν κατέβαινε με τίποτε, όσο κι αν πεινούσα. Κάποια στιγμή, λέω, γάμα το, θα πάω. Σηκώνομαι και περνάω απέναντι, στα Vanilla Studios. Και αυτό ήταν. Εκείνα τα λίγα μέτρα που περπάτησα, μου άλλαξαν τη ζωή».
Έτσι, παράτολμα, σαν μια απεγνωσμένη χειρονομία προς στη θεά τύχη που του είχε γυρίσει την πλάτη, ο Brian Johnson από το ταπεινό κι αχαρτογράφητο Dunston του Gateshead, ένα χωριουδάκι ανθρακωρύχων έξω απ’ το Newcastle, με τα ρέστα του στο ροκ εν ρολ πράγματι ξοδεμένα κάτι χρόνια πριν με κάποιους Geordie του μισού hit, σηκώθηκε κι έκανε εκείνα τα κρίσιμα βήματα. Για να γραφτεί το πρώτο κεφάλαιο στην ιστορία ενός δίσκου που δεν θα άλλαζε μόνο τη δική του ζωή, αλλά τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων ανά τον πλανήτη. 35 χρόνια μετά, το "Back In Black" έχει γίνει το ροκ lp με τις συνολικά μεγαλύτερες καταγεγραμμένες πωλήσεις παγκοσμίως στην ιστορία.
Κι όμως τίποτε δεν προοιώνιζε τα μελλούμενα όταν ο Brian Johnson ταξίδευε στο Λονδίνο, απροσδόκητα καλεσμένος για οντισιόν, από μια μπάντα που χτυπήθηκε από την καταστροφή ακριβώς τη στιγμή που ετοιμαζόταν για μεγάλα πράγματα.
Ο Ιανουάριος του 1980 είχε ξεκινήσει με τεράστιες προσδοκίες για τους AC/DC. Το "Highway To Hell", το πέμπτο τους άλμπουμ, είχε γίνει χρυσό στην Αμερική. Τα αδέλφια Young, από δυσλειτουργικοί έφηβοι που βασάνιζαν το κοινό των pub της Αυστραλίας με το αφτιασίδωτο τσακμπερίζον ροκ εν ρολ τους, είχαν καταφέρει να φτάσουν τη μπάντα τους στο Hammersmith, το Wembley και το Madison Square Garden. Η φωνή τους, ο 33χρονος Ronald Belford "Bon" Scott, ένας σκληροτράχηλος σάτυρος φορτωμένος τατουάζ, οδηγούσε το βρώμικο ήχο τους κυριαρχώντας άνω στη σκηνή με αλητήρια οίηση και στιχουργία «του δρόμου». Δίπλα του, ο 25χρονος Angus Young ήταν ήδη διάσημος: φορώντας σχολική στολή, με γραβάτα, σάκα και πηλήκιο και κραδαίνοντας μια Gibson SG σαν ένα απόκοσμο εργαλείο, αφηνόταν κάθε βράδυ σε έναν κιθαριστικό παροξυσμό άνευ προηγουμένου. Πίσω τους ο δύο χρόνια μεγαλύτερος αδελφός του, Malcolm που έγραφε τα ριφ, ο 31χρονος Άγγλος Cliff Williams στο μπάσο και ο 26χρονος Phil Rudd στα τύμπανα, μια απλή αλλά στιβαρή ρυθμική βάση. Είχαν κρατηθεί ακμαίοι στην εποχή του πανκ και αντίκριζαν την καινούρια δεκαετία. Tην πρώτη εβδομάδα του Φεβρουαρίου το single "Touch Too Much" ανέβηκε για πρώτη φορά στο τοπ-30 της Βρετανίας.
Όμως, η μοίρα είχε άλλα σχέδια. Κατ' ανείπωτη ειρωνεία, από ένα "Touch Too Much", ο Bon Scott βρέθηκε νεκρός από αναρρόφηση το πρωί της 20ης Φεβρουαρίου. "Death by misadventure", είπαν οι ιατροδικαστές. Είχε προηγηθεί μια βραδιά ανεξέλεγκτου πιόματος, παρέα με «φίλους». Τέτοιους, που τον άφησαν λιώμα κι αναίσθητο μέσα σ΄ ένα στενάχωρο Renault 5, κάτω από το διαμέρισμά του στο Νότιο Λονδίνο.
Το σοκ τεράστιο. Η μπάντα κατέρρεε. Όλοι γνώριζαν την ροπή του Bon προς την ασύστολη καλοπέραση, αλλά ο θάνατος ήταν κάτι που δεν διανοούνταν ποτέ ότι θα αντιμετωπίσουν. Όχι τότε. Όχι αυτός. Όχι έτσι.
Στις 29 Φεβρουαρίου του δίσεκτου εκείνου έτους, στο Fremantle, προάστιο του Perth της Αυστραλίας, εκεί που είχε μεγαλώσει ο Bon Scott, έγινε η κηδεία του. Ο πατέρας του, Chick, πήρε παράμερα τον Malcolm και του είπε : «Μη σκεφτείτε να το διαλύσετε. Είστε νέοι. Ο Bon δε θα ήθελε ποτέ κάτι τέτοιο».
Παίρνοντας την κουβέντα σαν ένα νεύμα από το υπερπέραν, τα αδέλφια Young επέστρεψαν στο Λονδίνο κι άρχισαν, μετά από ένα σύντομο διάστημα θρήνου, να παίζουν οι δύο τους. Ακατάπαυστα. Ως το μόνο αντίδοτο. Δύο-τρία κομμάτια είχαν ήδη προβαριστεί πριν τον αδόκητο χαμό του Bon. Πρόσθεταν ιδέες, γίνονταν κομμάτια, όμως έλειπαν τα λόγια. Τα σημειωματάρια του Bon με κάτι σκαριφήματα στίχων -επισήμως- είχαν επιστραφεί στην οικογένειά του. Η αντικατάσταση ενός τόσο χαρισματικού τραγουδιστή και στιχουργού ήταν έργο ασήκωτο.
Ο παραγωγός τους, ο 32χρονος γεννημένος στην Ζιμπάμπουε Robert "Mutt'' Lange, άνθρωπος με σπάνιο ηχητικό αισθητήριο, έχοντας κατά νου ότι το συμβόλαιο με την Atlantic προέβλεπε νέο άλμπουμ μέσα στη χρονιά, έριξε στο τραπέζι μερικά ονόματα. Μέσα στο Μάρτη του '80, από τα Vanilla Studios του Pimlico στο κεντρικό Λονδίνο πέρασαν ονόματα όπως ο έμπειρος Stevie Wright των Easybeats (γνωστός των αδελφών Young από την Αυστραλία), ο Gary Holton των Heavy Metal Kids, ο Terry Wilson - Slesser των Back Street Crawler του Paul Kossof. Όλοι frontmen ψημένοι στο σανίδι, αλλά με τις πορείες τους να έχουν λοξοδρομήσει προς το τέλος των '70s. Κανείς τους δεν έδεσε με την μπάντα. «Σχεδόν όλοι ζητούσαν να τους ακούσουμε πάνω στο "Smoke On The Water"», θυμάται ο Malcolm.
Ο Johnson, παλαίμαχος κι αυτός, ήταν μια ασυνήθιστη σύσταση του Lange. Kανείς δεν ήξερε πού ζούσε ή με τί είχε καταπιαστεί μετά τη διάλυση των Geordie το '76. Kατά μυστήριο τρόπο, το όνομά του είχε αναφερθεί στο management του γκρουπ και από το γράμμα κάποιου φαν. Όταν συζητήθηκε το όνομά του, τα αδέλφια Young θυμήθηκαν. Ο ίδιος ο Bon τους είχε μιλήσει για εκείνον τον τύπο. Σε μια από τις περιοδείες του με τους Fraternity στις αρχές των '70s, ο τότε τραγουδιστής των Geordie του είχε εντυπωθεί, γιατί έκανε «την καλύτερη μίμηση Little Richard που είχε δει ποτέ στη ζωή του». Ένα δεύτερο νεύμα από το υπερπέραν.
«Είχα φθάσει στην ώρα μου και έπιασα να παίζω μπιλιάρδο με τους roadies, ενώ η μπάντα στον πάνω όροφο με περίμενε. Είχαν καιρό που δοκίμαζαν τραγουδιστές. Δεν είχα ξανασυναντήσει τέτοιους τύπους, καθόλου ξιπασμένους, καθόλου δήθεν, κανονικούς. Έρχεται ο Μάλκολμ και μου δίνει μια brown ale. "Ορίστε φίλε. Θα διψάς". Ένιωσα άνετα μαζί τους από την πρώτη στιγμή». Ο Johnson σ΄εκείνη την πρόβα τραγούδησε το "Nutbush City Limits" της Tina Turner, το "Whole Lotta Rosie", το "Highway To Hell" και κάνα δύο κλασσικά '50s rock n' roll, μ΄αυτό το διαπεραστικό του ηχόχρωμα, το σαν τσαντισμένη κόρνα φερυμπόουτ, από κείνα που πηγαινοέρχονται στον ποταμό Tyne, στα μέρη του. Επέστρεψε πάντως στο Newcastle χωρίς καμιά υπόσχεση. Στις 29 Μαρτίου δέχτηκε το δεύτερο τηλεφώνημα. Τον καλούσαν για μια δεύτερη ακρόαση. «Ναι, αλλά ξέρετε... έχω ένα μαγαζί γεμάτο από αυτοκίνητα για επισκευή, πρέπει να ξέρω πόσο θα μείνω». Διστακτικός και φοβούμενος να μην τον αδειάσει για μια ακόμη φορά η βιομηχανία του ροκ ν΄ρολ, έκανε το δεύτερο ταξίδι στο Λονδίνο. «Δε θα γίνει τίποτε, τουλάχιστον όμως θα κάνω μερικές μέρες διακοπές εκεί κάτω», μονολογούσε προσπαθώντας να παγώσει μόνος τους τις ελπίδες του.
Όμως, εκείνη τη δεύτερη φορά οι Young ήταν βέβαιοι. Την 1η Απριλίου του 1980, το μάνατζμεντ προχώρησε σε επίσημη ανακοίνωση προς τον τύπο: ο Brian Johnson ήταν ο νέος τραγουδιστής των AC/DC. Μετά από δύο βδομάδες πρόβας μαζί του και με τα περισσότερα κομμάτια έτοιμα (χωρίς ακόμη σχεδόν καθόλου στίχους), το γκρουπ πέταξε στα Compass Studios στις Μπαχάμες, σε ένα αυστηρό πρόγραμμα ηχογραφήσεων μαζί με τον "Mutt" Lange και τον ηχολήπτη Tony Platt.
H πραγματικότητα εκεί απείχε παρασάγγες από τον «τροπικό παράδεισο» των καρτ-ποστάλ. Έπεσαν σε εποχή τρομερής κακοκαιρίας, με υγρασία και τυφώνες που κόντευαν να σηκώσουν στον αέρα το Nassau. «Ήταν ιδανικό μέρος για να ηχογραφήσεις», θα πει αργότερα ο Malcolm. «Δεν υπήρχε τίποτε άλλο να κάνουμε, από το να καθόμαστε όλη τη μέρα μέσα στο στούντιο με μερικά μπουκάλια ρούμι και να δουλεύουμε». Οι συνθήκες της ηχογράφησης ήταν αγχωτικές. Ειδικά ο Johnson πιέστηκε από τον Lange να γράψει και να ξαναγράψει τα φωνητικά, φράση - φράση, απαιτώντας καθαρότητα και δύναμη σε κάθε φθόγγο.
O άνθρωπος που του δώρισαν από το πουθενά μια δεύτερη ευκαιρία, ο τραχύς Geordie με την αδιαπέραστη προφορά, θυμάται : «Ήταν τρεις το απόγευμα, πλησίαζε το τέλος του Μαΐου. Το θυμάμαι γιατί ο καιρός είχε πια αλλάξει. Οι καταιγίδες είχαν κοπάσει, ήταν μια ηλιόλουστη μέρα. Βγήκα από το στούντιο, ακούμπησα σ΄έναν τοίχο, άναψα ένα τσιγάρο και κοιτούσα τα φοινικόδεντρα. Ήμουν ικανοποιημένος που τα κατάφερα. Όμως δεν είχα ακούσει ούτε ένα κομμάτι τελειωμένο. Ήταν ο τρόπος του Mutt, για να μας κρατά σε εγρήγορση».
Πράγματι, ο Lange, χωρίς να αφήσει κανέναν να ακούσει το αποτέλεσμα, πήρε τις μπομπίνες και πέταξε στα Electric Lady Studios της Νέας Υόρκης για το μιξάρισμα. Μέσα σε έξι εβδομάδες, ο δίσκος ήταν έτοιμος.
Το εξώφυλλο θα ήταν εντελώς μαύρο, με μόνο το λογότυπο του γκρουπ ανάγλυφο ψηλά στη μέση, με ανεπαίσθητα γαλάζιο περίγραμμα. Η Atlantic αντιστάθηκε μπροστά σ΄ένα τόσο καταθλιπτική και αφηρημένη ιδέα, αλλά τελικά υποχώρησε. Θα ήταν ένας φόρος τιμής στον Bon Scott.
Η επιτυχία ήταν άμεση όσο και ανέλπιστη. Προς το τέλος του καλοκαιριού του '80, το άλμπουμ έφθασε στο στο Νο1 της Βρετανίας και No 4 του Billboard, όπου και παρέμεινε για 130 εβδομάδες. Ακολούθησε μια θριαμβευτική περιοδεία περίπου ενός χρόνου, κατά τη διάρκεια της οποίας οι αμφιβολίες για το πώς το κοινό θα δεχόταν τον «καινούριο» τραγουδιστή, διαλύθηκαν σύντομα.
Και πώς να μην διαλυθούν. Με έναν ήχο νευρώδη, σφιχτό κι επίμονο (συνέχεια της προσεκτικής δουλειάς του Lange στο "Highway To Hell"), μαεστρική ενίσχυση στα δεύτερα "gang" φωνητικά και έμφαση στην «τέρμα στα κόκκινα» διαπεραστική φωνή του Johnson που - θέλοντας και μη- αναβάπτιζε το σκληρό boogie σε απλό και ακαριαίο heavy metal, το άλμπουμ έσκασε σαν βόμβα υδρογόνου στα πικάπ της υφηλίου. Μια μπάντα που είχε χάσει τον προστάτη της, τον προφήτη της, ακουγόταν θυμωμένη και όσο ποτέ αποφασιστική. Χωρίς χλιαρά σημεία. Χωρίς τύψεις και αναθεωρήσεις. Χωρίς «τραγούδια αγάπης». Με απόστολο του νέου του ηχητικού προορισμού έναν τραγουδιστή που ακουγόταν σαν αγριεμένο ξωτικό, εκτοξεύοντας στίχους μονολιθικής αυτοπεποίθησης. Δεν υπήρχε τραγουδιστής στο ροκ στερέωμα του 1980 που θα μπορούσε, με τα σουβλερά πρίμα του Johnson, να πεί :
"Back in black, I hit the sack- I been too long I'm glad to be back- Yes I am - Let loose from the noose - That's kept me hanging about - I keep looking at the sky cause it's gettin' me high - Forget the hearse, cause I'll never die- I got nine lives cat's eyes - Using every one of them and runnin' wild".
Ένα άλμπουμ γεμάτο στιγμές - αρχέτυπα:
Η πένθιμη καμπάνα και η καθηλωτικά heavy εισαγωγή του "Hell's Bells" ("I'm rolling thunder, pouring rain."), ένα δυσοίωνο, απειλητικό κομμάτι, γραμμένο μια βραδιά υπό κατακλυσμιαίες συνθήκες στο Nassau, με τον Angus στη μέση να οπλίζει και να πυροβολεί χωρίς έλεος.
Το "Shoot To Thrill", ένα απ΄τα διασημότερα «δεύτερα» κομμάτια της παγκόσμιας βινυλιακής ενδοχώρας, γεμάτο υποσχέσεις για συναρπαστικά ξετινάγματα και ξεπετάγματα ("too many women, too many pills"). Το αδυσώπητο groove του "What Do You Do For Money Honey", με ένα από τα πιο σαρκαστικά ρεφραίν στα αντιφεμινιστικά χρονικά του ροκ (που πάντα στο βινύλιο ακούγεται πιο βαθύ στις μεσαίες και λίγο πιο γρήγορο).
Το μανιοστυτικό "Given The Dog A Bone" με μια χορωδία από αρσενικά κοπρόσκυλα να επεξηγούν -μήπως και δεν καταλάβει κανείς- ότι "she's using her head again". Ο mid-tempo ογκόλιθος "Let Me Put My Love Into You" ("I got reputations blown to pieces with my artillery [...] Let me cut your cake with my knife"), με το πυρετώδες σόλο και τον Johnson να μη χαλιναγωγείται.
Το σαν έτοιμο για αναμέτρηση με σιδηρογροθιές ριφ του "Back In Black". Η παιγνιώδης παραβολή σεξουαλικής τελείωσης του "You Shook Me All Night Long" ("she told me to come, but I was already there"), το πιο «ανοιχτόκαρδο» τρακ (και πρώτο single).
Η ύστατη αλκοολική πρόποση ("Have A Drink On Me"), σαν μια τελευταία «εντολή» από τον αναχωρήσαντα προφήτη, με την παρακαταθήκη ξεκάθαρη : Κάντε τα όλα ίσωμα εν τη απουσία μου, μέχρι να ξαναβρεθούμε ("Whiskey gin and brandy- With a glass I'm pretty handy- I'm tryin' to walk a straight line - On sour mash and cheap wine - So join me for a drink boys - We gonna make a big noise - Don't worry 'bout tomorrow, take it today, forget about the check, we got hell to pay").
Το μοχθηρό σαν αναδιπλούμενο σουγιά στην κωλότσεπη boogie του "Shake A Leg" ("idle juvenile on the street on the street, fighting on the wrong side of the law"), με σόλο κανονική σφαίρα κατεδάφισης.
Και η τελειωτική υπογραφή του "Rock N' Roll Ain't Noise Pollution", με τον Johnson να ανάβει τσιγάρο στην εισαγωγή και να οδηγεί οδηγεί τη μπάντα σ΄ένα εκκωφαντικό barroom σαματά. Γραμμένο τελευταίο απ΄όλα τα υπόλοιπα μέσα σε 15 λεπτά για να ολοκληρώσει το άλμπουμ, καταφέρνει να αντλήσει από Bo Diddley και Chuck Berry και να υπογραμμίσει την μία και αυτονόητη αλήθεια για το ροκ ν΄ρολ, "to all you, middle men".
Σ' αυτά τα 42 λεπτά του δίσκου, κάτι που έχει τυπωθεί στους νευρώνες εκατομμυρίων ακροατών με τον ίδιο τρόπο όπως η φωνή του Johnson, τα λιτά αλλά μυώδη ρυθμικά γεμίσματα των Rudd και Williams, τα πληθωρικά ρεφραίν και τα πυκνά ριφ του Malcolm, είναι ο ήχος των lead φράσεων του Angus. Ένα ασύρματο σύστημα ενίσχυσης ήχου ("Schaffer-Vega Diversity System") που λίγα γκρουπ τότε χρησιμοποιούσαν (Floyd, Kiss και Stones) υπήρξε υπεύθυνο γι’ αυτές τις ανεπανάληπτες ηλεκτρικές εκκενώσεις, που ταυτοποιούνται μέσα σε δέκατα του δευτερολέπτου, όπου κι αν ακουστούν.
Χάρις σ΄ αυτό το άλμπουμ, οι AC/DC - παρότι με βεβαιότητα θα έμεναν για δεκάδες άλλους λόγους σ΄ αυτήν, ακόμη κι αν είχαν διαλύσει πριν την ηχογράφησή του - έφτασαν να γίνουν ζωοφόροι για ολόκληρη την ροκ ιστορία. Ο Slash είπε ότι υπήρξε το άλμπουμ που «έσωσε» το ροκ ν΄ρολ, βάζοντάς το στο ραδιόφωνο, περνώντας στο mainstream, απενοχοποιώντας το σκληρό ήχο συνολικά.
Είναι το μόνο άλμπουμ που χαιρετίζεται από πάνκηδες, ροκάδες των '70s, ελιτιστές που απεχθάνονται το heavy metal. Με θρησκευτικούς όρους, κάθε κομμάτι του "Back In Black" εξακολουθεί να ασκεί, προς τον παγκοσμιοποιημένο ροκ λαό του σήμερα την μέγιστη επίδραση ως κεφαλαίο ιεράς γραφής προς πεινασμένο για σωτηρία πλήθος. Αναμφισβήτητη, Καταλυτική, Αναπαλλοτρίωτη, 35 χρόνια μετά την κυκλοφορία του. Χαρακτηριστικό, δε, ότι δεν «λερώθηκε» σε καμία από τις δεκάδες επανακυκλοφορίες του με "bonus tracks".
Η μακροβιότητα και η πολλαπλασιαστικά αυξανόμενη απήχηση του "Back In Black" παραμένει ένα θέμα που, μέσα από κάθε απόπειρα «ανάλυσής» του, καταλήγει πάντα να ερμηνεύεται μέσα από ιδιοσυγκρασιακές, αν όχι μυστηριακές, προσεγγίσεις.
Ένας τραγουδιστής που έγινε άδοξα μακαρίτης. Τέσσερις εναπομείναντες τύποι που δεν μπορούσαν σε καμία εποχή, υπό κανέναν απολογισμό, να θεωρηθούν πρότυπα ποπ ή ροκ, ούτε μακράν, δε, βιρτουόζοι μουσικοί. Ένας καινούριος τραγουδιστής ξοφλημένος, με μόνο prop μια τραγιάσκα κατεβασμένη μέχρι τη μέση της μύτης και φαβορίτα βγαλμένη λες από παλαιών χρόνων εικονογράφηση του πληρώματος του Moby Dick. Τραγούδια σεξιστικά, βαβουριάρικα, ανώριμα, διαφθαρτικά.
Πώς στο διάολο κι έγινε αυτό το μεγαλύτερο άλμπουμ στην ιστορία;
Η απάντηση θα γράφεται με το πέρασμα των χρόνων, εμπλουτισμένη διαρκώς από τις επερχόμενες γενιές. Εμείς, πάντως, της δεκαετίας του '80, που ψηλαφίσαμε αυτό το βινύλιο σε πρώτη εκτύπωση, που σηκώσαμε τη βελόνα και την τοποθετήσαμε στο αυλάκι περιμένοντας την καμπάνα να ηχήσει, αντικρίσαμε μέσα απ’ το μαύρο εξώφυλλό του περίπου τα πάντα: πάθος, θυμό, σεξ, πένθος και ανάσταση, συμφιλίωση με τη θνητότητα, ξεροκέφαλο συντονισμό προς έναν απώτερο σκοπό. Τη φυσική δύναμη του ροκ, σαν ένα νήμα που συνέδεε την ακοή μας με την ακμή μας και μ΄ αυτό που νιώθαμε μέσα απ’ το φερμουάρ μας.
Ακόμη κι αν δεν μπορούσαμε να το εντοπίσουμε στην αρχή, δεν αργήσαμε να καταλάβουμε ότι από κάθε μέτρο της μουσικής του, αναβλύζει κάτι θεμελιώδες: η ασίγαστη ανάγκη να συρθεί κανείς έξω από τα χαλάσματα, κουβαλώντας μαζί του την πίστη του σε ότι μπορεί να τον σώσει, να σηκωθεί και να ξεπεράσει την πιο σκληρή συγκυρία.
Ίσως γι΄ αυτό και το παραλάβαμε και το παραδίδουμε, από χέρι σε χέρι, σαν το ιερό ευαγγέλιο του ροκ εν ρολ.
Πηγές :
1. Murray Engleheart & Arnaud Durieux; AC/DC: Maximum Rock & Roll, 2008, Harper Entertainment.
2. AD/DC: The World's Most Electrifying Rock N' Roll Band - The Kerrang Files [edited by Malcolm Dome], 1995, Virgin.
3. Michael Molenda, "Solving the Mystery of Angus Young's Classic Back in Black Tone", Vintage Guitar iss. May 2015: 50-51.
4. Classic Rock issue 82, August 2005.
5. Classic Rock issue 141, February 2010.
6. Επανειλημμένη ακρόαση του "Back In Black".
7. Άρθρο του ROCKTIME από τον Παναγιώτη Παπαϊωάννου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου