Σαν σήμερα, 20 Σεπτεμβρίου του 1976, κυκλοφορεί στην Αυστραλία το Dirty Deeds Done Dirt Cheap, τρίτος δίσκος των AC/DC. Δύο μήνες μετά φτάνει στην Ευρώπη αλλά από τις Η.Π.Α. απορρίπτεται για να φτάσει με καθυστέρηση πέντε χρόνων, το 1981.
Ο τίτλος του είναι φόρος τιμής στα κινούμενα σχέδια Beany και Cecil, που ο Angus Young παρακολουθούσε όταν ήταν παιδί. Ένας από τους χαρακτήρες της σειράς κουβαλούσε μια κάρτα που έγραφε: "Dirty Deeds Done Dirt Cheap. Holidays, Sundays and Special Rates." Στα του άλμπουμ, οι Αυστραλοί συνεχίζοντας την ανοδική τους πορεία, κάνουν ένα άλμπουμ που πατάει γερά στη rock n roll και τη hard rock, γεμάτο «βρώμικους» και πονηρούς στίχους.
Η ενέργεια του είναι μέσα στα μεγάλα του προτερήματα αλλά τη μεγάλη διαφορά κάνουν, όπως συνηθίζεται, αφενός, η μεγάλη μορφή που ακούει στο όνομα Bon Scott, που με τον μοναδικό, θεατρικό πολλές φορές, τρόπο ερμηνείας του δίνει ξεχωριστή υπόσταση στα τραγούδια και αφετέρου, ο Angus Young με την κιθάρα του, που χωρίς υπερβολή αιχμαλωτίζει τον ακροατή μέσα από αξέχαστες εισαγωγές, δυνατά riff και μεγάλα σόλο.
Πρόκειται για έναν αναμφίβολα καλό δίσκο, με γερή δομή και έξυπνους στίχους αν και στο συνθετικό τομέα υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης, κάτι που θα φανεί στις επόμενες κυκλοφορίες τους, ιδιαίτερα τρία χρόνια μετά, με το Highway to Hell. Παρ όλα αυτά ήδη υπάρχουν τα δείγματα του μουσικού προσανατολισμού που θα ακολουθήσει στο μέλλον η μπάντα.
Η επιτυχία που σημείωσε το άλμπουμ ήταν τεράστια κυρίως από άποψη πωλήσεων, έχοντας γίνει 6 φορές πλατινένιο στην Αμερική με πωλήσεις που ξεπερνούν τα έξι εκατομμύρια αντίτυπα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου