Παγκόσμιας κλάσης
μουσικός, ο άνθρωπος που με την απίστευτα μελωδική, μυστηριώδη και
ατμοσφαιρική του κιθαριστική δουλειά αλλά και την αισθαντική του φωνή έχει
μαγέψει ουκ ολίγες φορές τα αυτιά εκατομμυρίων φίλων της μουσικής, ο David Gilmour,
κλείνει αισίως τα 69 του χρόνια. Γεννήθηκε
στο Cambridge της Αγγλίας, ως το δεύτερο παιδί του Douglas Gilmour και της Sylvia, αμφότεροι καθηγητές στο τοπικό
Πανεπιστήμιο. Με τον Roger “Syd” Barrett,
συναντήθηκαν ως παιδιά στο Cambridge,
ενώ στο διπλανό σχολείο φοιτούσε και ο
Roger Waters. Περίπου στα 13 του
χρόνια έλαβε την πρώτη του κιθάρα, από ένα γείτονά του και ξεκίνησε να
μαθαίνει να παίζει μέσω ενός βιβλίου και
δίσκων του Pete Seeger. Το φθινόπωρο του 1962, μπήκε στο κολλέγιο
προκειμένου να σπουδάσει πάνω στις σύγχρονες γλώσσες μαζί με τον Barrett. Αν και δεν ολοκλήρωσε τον
κύκλο μαθημάτων, έμαθε τελικά να μιλάει άπταιστα γαλλικά. Με τον Barrett έπαιζαν συχνά μουσική, κιθάρα
και φυσαρμόνικα, αλλά δεν ανήκαν από κοινού σε κάποια μπάντα.
Τελικά ο
Gilmour, εντάχθηκε στους Jokers Wild
απ’ όπου αποχώρησε το 1967. Το Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς, του
ζητήθηκε από τους ήδη σχηματισμένους Pink
Floyd, να γίνει το πέμπτο μέλος της σύνθεσής τους, κάτι που τελικά
ανακοινώθηκε επίσημα το Γενάρη του 1968. Ένα απ’ τα πρώτα βήματα του Gilmour με τον ερχομό του στην μπάντα,
ήταν να αγοράσει μια κίτρινη κιθάρα Fender
Stratocaster που είχε παραγγείλει από μουσικό κατάστημα του Cambridge, που έμελλε να γίνει και
μια απ’ τις αγαπημένες κιθάρες του Gilmour
σε όλη του την καριέρα με τους Pink
Floyd. Για το ευρύ κοινό ήταν ο
δεύτερος κιθαρίστας, αλλά καθώς οι επιδόσεις του Barrett συνέχιζαν να παρακμάζουν, τα άλλα μέλη της μπάντας άρχιζαν
να τον βλέπουν σαν τον αντικατάσταση του. Η κιθάρα του καθώς και οι συνθέσεις
του, υπήρξαν σημαντικοί παράγοντες της παγκόσμιας επιτυχίας που σημείωσε το
συγκρότημα κατά τη διάρκεια της
δεκαετίας του ’70, συμπεριλαμβανομένων και των διακριτικών του φωνητικών
αλλά και του παιξίματος του, στο “The
Dark Side Of The Moon", το τρίτο πιο επιτυχημένο άλμπουμ όλων των
εποχών. Το σόλο του δε, στο "Comfortably
Numb" ψηφίστηκε ως ένα από τα σημαντικότερα κιθαριστικά σόλο όλων των
εποχών σε πολλές ψηφοφορίες από τους ακροατές και κριτικούς.
To 1978, σηματοδότησε την έναρξη της
σόλο καριέρας του, μέσα από μια ομώνυμη κυκλοφορία, που είχε χαρακτήρα side project, και συμπεριλάμβανε τους Rick Wills και Willie Wilson, σε μπάσο
και κρουστά αντίστοιχα. Η δεύτερη προσωπική του δουλειά, ήρθε το 1984 και όπως και η πρώτη, μπήκε
στην πρώτη εικοσάδα των βρετανικών chart.
Ένα χρόνο μετά, κλήθηκε να αναλάβει εξ’ ολοκλήρου τον έλεγχο των Pink Floyd, αφού ο Waters αποχώρησε. Δημιούργησε το “A Momentary Lapse of Reason” μαζί με τους Mason και Wright και ακολούθησε το 1994, το “The Division Bell”, που περιείχε και το ορχηστρικό “Marooned”, σύνθεση του ίδιου και του Richard Wright, για το οποίο η μπάντα κέρδισε βραβείο Grammy. Και τα δύο
άλμπουμ κατέκτησαν την πρωτιά και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και
συνοδεύτηκαν από παγκόσμιες sold – out
περιοδείες.
Το 1995,
κυκλοφόρησε το live άλμπουμ και βίντεο
Pulse. Το 2002, μετά από μια
συναυλία για το Robert Wyatt's Meltdown
Festival, τρεις ημι-ακουστικές συναυλίες πραγματοποιήθηκαν από τον David Gilmour και τους φίλους του
στο Royal Festival Hall του
Λονδίνου. Ένα χρόνο αργότερα, δώρισε 3,6
εκατομμύρια λίρες, έσοδα από την πώληση του σπιτιού του στο Λονδίνο, στην
φιλανθρωπική οργάνωση για τους άστεγους “Crisis”, της οποίας είναι
αντιπρόεδρος.
Η αποθέωση για τον Gilmour, ήρθε στη συναυλία του
2004, στην επέτειο των 50 χρόνων της
κιθάρας Fender Stratocaster. Επίσης, ψηφίστηκε ως ο καλύτερος Fender
κιθαρίστας που έχει υπάρξει ποτέ, σε μια δημοσκόπηση του περιοδικού
Guitarist, νικώντας ονόματα όπως ο Jimi
Hendrix και ο Eric Clapton. Τον
Ιούλιο του 2005, συμμετείχε στην επανένωση των Pink Floyd με τον Roger Waters, για μια συναυλία στο Live 8 στο Hyde Park του Λονδίνου,
η οποία θεωρείται από πολλούς ως το αποκορύφωμα ενός εκπληκτικού σόου. Το
Μάρτιο της επόμενης χρονιάς, στα 60ά του γενέθλια, κυκλοφόρησε το τρίτο σόλο
άλμπουμ του, “On An Island”, που
μπήκε στην πρώτη θέση των chart του Ηνωμένου Βασιλείου και στη συνέχεια έγινε πολυπλατινένιο
σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων χωρών τόσο διαφορετικών όπως ο Καναδάς
και η Πολωνία. Μια συνεργασία του με τους The Orb, γκρουπ που παίζει
ηλεκτρονική μουσική, οδήγησε το 2010,
στην κυκλοφορία ενός άλμπουμ με τίτλο “Metallic
Spheres”.
Εκτός από τη δουλειά του με τους Pink Floyd, έχει εργαστεί ως παραγωγός για δουλειές διαφόρων
καλλιτεχνών και έχει συνεργαστεί με αρκετά ονόματα, όπως οι: Kate Bush, Paul McCartney και Pete
Townshend. Το μουσικό στυλ στα σόλο
του Gilmour συχνά χαρακτηρίζεται από τις blues επιρροές του. Μπορεί να
είναι γνωστός στο ευρύ κοινό ως κιθαρίστας, είναι όμως επίσης ικανότατος μπασίστας, πληκτράς και
ντράμερ, ενώ γνωρίζει να παίζει και
μαντολίνο, φυσαρμόνικα, banjo και σαξόφωνο. Πέρα από την ενασχόληση του με
τη μουσική, είναι ακόμα ένας έμπειρος πιλότος και λάτρης της αεροπορίας. Υπό
την αιγίδα της εταιρείας του, Intrepid
Aviation, είχε συγκεντρώσει μια συλλογή ιστορικών αεροσκαφών. Αργότερα
όμως, αποφάσισε να πουλήσει την εταιρεία, η οποία είχε ξεκινήσει ως ένα χόμπι,
λόγω του αισθήματος ότι είχε γίνει πάρα πολύ εμπορική γι 'αυτόν για να τη
χειριστεί. Σε μια συνέντευξη του BBC,
δήλωσε: «ήταν ένας τρόπος για μένα να κάνω το χόμπι μου αλλά σταδιακά σε
λίγα χρόνια η εταιρεία έγινε μια επιχείρηση και δεν μπορούσα πια να το
απολαύσω, οπότε την πούλησα». Ακόμη είναι γνωστός για το έργο του σε
φιλανθρωπικές οργανώσεις σε όλο τον κόσμο.
Στην προσωπική του ζωή, έχει παντρευτεί δύο φορές. Η
πρώτη ήταν το 1974, με την Ginger
Hasenbein, με την οποία απέκτησαν τέσσερα παιδιά, πριν χωρίσουν το 1990. Τέσσερα χρόνια αργότερα,
παντρεύτηκε τη μυθιστοριογράφο Polly
Samson, με τη βοήθεια της οποίας μάλιστα σταμάτησε και τη χρήση κοκαίνης
που έκανε και οι δυο τους έχουν επίσης τέσσερα παιδιά.
Από τη στήλη “Σαν Σήμερα”του Rock Overdose, της 6/3/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου