Την τιμητική του έχει σήμερα ένας κιθαρίστας που έχει ξεχωρίσει για τον μοναδικό συνδυασμό του ιδιαίτερα αναγνωρίσιμου rock – blues ήχου της κιθάρας του με ήχους από Latin κρουστά, ο Carlos Santana. Γιος ενός πατέρα που ήταν ένας ολοκληρωμένος επαγγελματίας βιολιστής, ο Carlos προσπάθησε να πατήσει στα χνάρια του από την ηλικία των πέντε ετών, τελικά όμως στα οκτώ του γοητεύτηκε απ’ την κιθάρα και ξεκίνησε να μαθαίνει.
Το 1955, η οικογένειά του μετακόμισε από το Autlán de Navarro του Μεξικού όπου διέμενε στην πόλη Tijuana στα σύνορα Μεξικού – California. Ως έφηβος, ξεκίνησε να παίζει σε μαγαζιά της περιοχής, εμπνευσμένος από Αμερικανούς rock & roll – blues μουσικούς, όπως οι B. B. King, Ray Charles και Little Richard. Στις αρχές του ’60, η οικογένεια προχώρησε σε εκ νέου μετακόμιση, αυτή τη φορά στο San Francisco, σε μια προσπάθεια του πατέρα του να βρει δουλειά. Εκεί, ο νεαρός κιθαρίστας είχε την ευκαιρία να δει τα ινδάλματά του και ιδίως τον B.B. King, να παίζει live. Εισήχθη επίσης σε ένα πλήθος νέων μουσικών επιρροών, συμπεριλαμβανομένης της jazz και της folk και έγινε μάρτυρας του ολοένα και αυξανόμενου hippie κινήματος που επικεντρωνόταν στο San Francisco εκείνη την εποχή. Αφού πέρασε αρκετά χρόνια δουλεύοντας σε πλυντήρια πιάτων εστιατορίων και παίζοντας κιθάρα στους δρόμους, ο Santana πήρε την απόφαση να γίνει μουσικός πλήρους απασχόλησης.
Το 1966, σχημάτισε τους Santana Blues Band, παρέα με τους επίσης μουσικούς του δρόμου, David Brown και Gregg Rolie (μπασίστα και πληκτρά, αντίστοιχα). Παίζοντας ένας εξαιρετικά πρωτότυπο μείγμα από Latin με προσθήκες rock, jazz, blues, salsa και αφρικανικούς ρυθμούς, το συγκρότημα, που έγινε γρήγορα γνωστό απλά ως Santana, κέρδισε αμέσως πολλούς οπαδούς στη σκηνή της πόλης. Κορύφωση της πρόωρης επιτυχίας τους, ήταν μια εμφάνιση στο Woodstock το 1969, που οδήγησε σε δισκογραφικό συμβόλαιο με την Columbia Records. Το ομώνυμο ντεμπούτο τους, έγινε τριπλά πλατινένιο, πουλώντας πάνω από τέσσερα εκατομμύρια αντίτυπα και παρέμεινε στα chart του Billboard για πάνω από δύο χρόνια. Η μεγάλη επιτυχία συνεχίστηκε και με τις επόμενες τρεις κυκλοφορίες της μπάντας, η οποία λόγω των διαρκών αλλαγών στη σύνθεση της, έφτασε να συνδέεται σχεδόν αποκλειστικά με τον ίδιο τον Santana και τα ψυχεδελικά riff του, αφού σύντομα αυτός ήταν το μοναδικό μέλος του αρχικού τρίο που παρέμεινε στο σχήμα. Πέρα από τη δουλειά του με το γκρουπ του, ηχογράφησε και έπαιξε με πολλούς άλλους μουσικούς, όπως ο ντράμερ Buddy Miles, ο πιανίστας Herbie Hancock και ο κιθαρίστας John McLaughlin. Μαζί με τον τελευταίο μάλιστα, έγιναν πιστοί ακόλουθοι του πνευματικού γκουρού, Sri Chimnoy, στις αρχές της δεκαετίας του ’70.
Απογοητευμένος από τον έντονα βυθισμένο στα ναρκωτικά κόσμο της ροκ σκηνής των 70’s, ο κιθαρίστας στράφηκε στις διδασκαλίες του Chimnoy, που περιλάμβαναν διαλογισμό και ένα νέο είδος πνευματικά προσανατολισμένης μουσικής, που εκφράστηκε από το δημοφιλές jazz άλμπουμ που ηχογράφησε με τον McLaughlin, το “Love, Devotion, Surrender”, του 1973. Η συνεργασία του με τον Sri Chimnoy, διατηρήθηκε μέχρι το 1982, αν και ο ίδιος διατήρησε την πνευματικότητα του σε έντονο βαθμό. Για το υπόλοιπο του ’70 και μέχρι το ξεκίνημα του ’80, ο Santana και η μπάντα του, κυκλοφόρησαν μια σειρά από πετυχημένες δουλειά με το μοναδικό τους στυλ. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, ο μουσικός συνέχισε να περιοδεύει και να ηχογραφεί είτε μόνος είτε με την μπάντα, η δημοτικότητα του όμως μειώθηκε μαζί με το ενδιαφέρον του κόσμου για τη μίξη rock – jazz. Παρ’ όλα αυτά κέρδισε την αναγνώριση των κριτικών, κατακτώντας το πρώτο του βραβείο Grammy, στην κατηγορία “Best Instrumental Performance” για τον προσωπικό του δίσκο “Blues for Salvador”, το 1987. Περιόδευσε εκτενώς, παίζοντας σε sold – out αμφιθέατρα και περιοδείες, όπως το Live Aid του 1985. Το 1991, άλλαξε δισκογραφική, προχωρώντας σε δύο ακόμη κυκλοφορίες και τρία χρόνια μετά, ηχογράφησε ένα άλμπουμ με τον αδερφό και τον ανιψιό του με τίτλο “Brothers” και έλαβε υποψηφιότητα για βραβείο Grammy.
Η μεγάλη επιστροφή του στα pop chart, προέκυψε το 1997 όταν συνεργάστηκε και πάλι με τον πρώτο του παραγωγό και μέντορα, Davis, πρόεδρο της Arista Records. Ο Davis, συγκέντρωσε ένα ρόστερ διακεκριμένων μουσικών, μεταξύ των οποίων οι Eric Clapton, Lauryn Hill, Dave Matthews και Wyclef Jean, για να παίξουν στο 35ο άλμπουμ του θρυλικού κιθαρίστα, το “Supernatural” του 1999. Μέχρι τις αρχές του 2000, είχε φτάσει στα 10 εκατ. αντίτυπα παγκοσμίως με αιχμή δόρατος του, το νούμερο 1 hit, “Smooth”, που υπήρξε υποψήφιο σε εννέα κατηγορίες των Grammy Awards και αναδείχθηκε τραγούδι της χρονιάς, διάκριση που έλαβε και ολόκληρο το άλμπουμ. Οι διακρίσεις συνεχίστηκαν και στα επόμενα χρόνια, για τον πάντα δραστήριο Carlos Santana που συνεχίζει να κάνει εκτενείς περιοδείες και να ηχογραφεί. Ο Μεξικανός, ήταν παντρεμένος από το 1973 με τη σύζυγό του Deborah, με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά, όμως το 2007, πήραν διαζύγιο. Τον Ιούλιο του 2010, αρραβωνιάστηκε την Cindy Blackman, μέλος της μπάντας του και λίγους μήνες μετά, παντρεύτηκαν.
by Rock Overdose
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου